OpenAI, Google, Meta και Microsoft επενδύουν σε chatbots που θυμούνται όλο και περισσότερα για τους χρήστες τους, ενισχύοντας την εμπειρία αλλά και τα ερωτήματα για την ιδιωτικότητα και την εκμετάλλευση των δεδομένων
Στον αγώνα για την υπεροχή στην τεχνητή νοημοσύνη, οι μεγαλύτερες εταιρείες τεχνολογίας στρέφονται σε μια ανθρώπινη ιδιότητα με τεράστια ψυχολογική και εμπορική σημασία: τη μνήμη. Η OpenAI, η Google, η Meta και η Microsoft επενδύουν πλέον όχι μόνο στην υπολογιστική ισχύ και την ακριβεία των μοντέλων τους, αλλά και στην ικανότητά τους να θυμούνται τους χρήστες — τις προτιμήσεις, τις συνήθειες, ακόμα και τις λεπτομέρειες μιας παλιότερης συνομιλίας. Η νέα αυτή δυνατότητα δεν αφορά μόνο τεχνικές επιδόσεις. Αποτελεί στρατηγικό εργαλείο διαφοροποίησης και εξυπηρέτησης, αλλά και πιθανότατα έναν από τους βασικούς άξονες μελλοντικής κερδοφορίας.
Τα σύγχρονα chatbots, όπως το ChatGPT της OpenAI και το Gemini της Google, εξελίσσονται πλέον σε ψηφιακούς «βοηθούς» με μακροπρόθεσμη μνήμη. Μπορούν να θυμούνται αν ένας χρήστης είναι χορτοφάγος, να γνωρίζουν το επάγγελμά του ή τις συχνές του αναζητήσεις και να προσαρμόζουν ανάλογα τις απαντήσεις τους — από συνταγές έως προτάσεις για βιβλία, ταξίδια ή επενδύσεις. Για τις εταιρείες, αυτή η δυνατότητα δεν είναι απλώς εργαλείο εξυπηρέτησης· είναι ένας δεσμός που ενισχύει τη «συναισθηματική προσκόλληση» του χρήστη και καθιστά πιο δύσκολη την εγκατάλειψη της πλατφόρμας. Όπως δήλωσε η καθηγήτρια του MIT, Pattie Maes, «όσο περισσότερο σας γνωρίζει ένας πράκτορας, τόσο πιο δύσκολο είναι να τον αποχωριστείτε».
Η Google ήδη έχει επεκτείνει τη μνήμη του Gemini στο ιστορικό των αναζητήσεων, υπό την προϋπόθεση συγκατάθεσης του χρήστη, με στόχο να εφαρμόσει παρόμοιες δυνατότητες και σε άλλες εφαρμογές της. Αντίστοιχα, το Meta AI αξιοποιεί τη μνήμη σε πλατφόρμες όπως το WhatsApp και το Messenger, ενώ η Microsoft ξεκίνησε πρόσφατα τη δοκιμή του Recall, ενός εργαλείου που καταγράφει στιγμιότυπα οθόνης από τον υπολογιστή του χρήστη — προκαλώντας ήδη έντονες αντιδράσεις από ειδικούς κυβερνοασφάλειας.
Η μνήμη ως πλεονέκτημα… και ως απειλή
Η προσωποποίηση προσφέρει μια σειρά από πλεονεκτήματα: ταχύτερη εξυπηρέτηση, πιο εύστοχες προτάσεις και εμπειρία χρήσης που θυμίζει ανθρώπινη σχέση. Ωστόσο, αυτή η γνωστική επένδυση από την πλευρά των μηχανών, συνοδεύεται από αυξανόμενες ανησυχίες για την ιδιωτικότητα, την ασφάλεια και τη χειραγώγηση. Πλέον, τα AI συστήματα δεν απαντούν μόνο· μαθαίνουν, επεξεργάζονται, προσαρμόζονται και — δυνητικά — κατευθύνουν. Οι επικριτές φοβούνται ότι αυτά τα συστήματα, εφοδιασμένα με μακροπρόθεσμη μνήμη, θα μπορούσαν να χρησιμοποιηθούν για εμπορικούς ή πολιτικούς σκοπούς, είτε προτείνοντας προϊόντα, είτε ενισχύοντας συγκεκριμένες πεποιθήσεις. Ο ίδιος ο διευθύνων σύμβουλος της Meta, Mark Zuckerberg, μίλησε πρόσφατα για τη «μεγάλη ευκαιρία ενσωμάτωσης προτάσεων προϊόντων και διαφημίσεων» στα chatbot της εταιρείας. Παράλληλα, η OpenAI προχώρησε σε βελτίωση της εμπειρίας αγορών εντός του ChatGPT, διευκρινίζοντας προς το παρόν ότι δεν περιλαμβάνονται σύνδεσμοι συνεργαζόμενων εμπόρων. Όμως, η δυναμική της μονεταριστικής αξιοποίησης της μνήμης είναι πλέον ξεκάθαρη.
Η εμβάθυνση της «σχέσης» χρήστη–AI ενέχει κινδύνους. Όσο περισσότερο γνωρίζει το σύστημα για εμάς, τόσο περισσότερο εκτεθειμένοι είμαστε σε πιθανές παραβιάσεις ιδιωτικότητας, ψυχολογική χειραγώγηση ή διαστρέβλωση πληροφορίας. Επιπλέον, η τεχνητή μνήμη δεν είναι αλάνθαστη. Τα μοντέλα μπορούν να εμφανίσουν “παραισθήσεις”, να συγχέουν πληροφορίες, να δημιουργούν ανακρίβειες ή να ενισχύουν ασυναίσθητα τις προκαταλήψεις του χρήστη, σε μια προσπάθεια να «ταιριάξουν» καλύτερα στο προφίλ του. Η ίδια η OpenAI αναγκάστηκε πρόσφατα να αποσύρει προσωρινά μια ενημερωμένη έκδοση του GPT-4o λόγω υπερβολικής κολακείας στις απαντήσεις, αναγνωρίζοντας ότι η επιδίωξη εξατομίκευσης μπορεί να υπονομεύσει τη διαφάνεια ή την αξιοπιστία.
Οι περισσότερες εταιρείες προσφέρουν πλέον δυνατότητες ελέγχου: οι χρήστες μπορούν να δουν, να διαγράψουν ή να απενεργοποιήσουν τις μνήμες που διατηρούν τα chatbots. Ωστόσο, ο βαθμός κατανόησης των λειτουργιών αυτών παραμένει περιορισμένος για το ευρύ κοινό. Ρυθμιστικές αρχές σε ΗΠΑ και Ε.Ε. παρακολουθούν στενά τις εξελίξεις. Ο δημόσιος διάλογος επικεντρώνεται πλέον όχι μόνο στο τι μπορεί να κάνει η τεχνητή νοημοσύνη, αλλά και στο πώς και γιατί το κάνει. Όπως υπογραμμίζει ο καθηγητής Maes του MIT: «Όσο πιο πολλά γνωρίζει ένα σύστημα για εσάς, τόσο πιο εύκολα μπορεί να χρησιμοποιηθεί εναντίον σας. Πρέπει να αρχίσουμε να αναρωτιόμαστε: ποια είναι τα πραγματικά κίνητρα πίσω από την ψηφιακή μνήμη που μας προσφέρεται;» Σε έναν κόσμο όπου τα chatbots εξελίσσονται από απλούς ψηφιακούς βοηθούς σε έμπιστους συνομιλητές, η μνήμη γίνεται η νέα «ψυχή» της τεχνητής νοημοσύνης. Το ερώτημα δεν είναι πια μόνο τι θυμούνται τα μοντέλα — αλλά τι ξεχνούν, για ποιο λόγο, και ποιος ελέγχει το τίμημα αυτής της γνώσης.
