Στα δύσκολα παιδικά του χρόνια, τον εθισμό του στις ουσίες, την απόπειρα αυτοκτονίας, αλλά και τη βαθιά προσωπική του αλλαγή, που μετρά ήδη πάνω από τρεις δεκαετίες, αναφέρθηκε ο Βασίλης Ζούλιας σε συνέντευξη που έδωσε. Ο σχεδιαστής βρέθηκε καλεσμένος στην εκπομπή «Καλύτερα Αργά», όπου και μίλησε δημόσια για την προσωπική του πορεία μέσα από σκοτεινά μονοπάτια, αλλά και την επίμονη διαδρομή του προς τη θεραπεία και τη λύτρωση. Όπως είπε χαρακτηριστικά ο σχεδιαστής, τα τελευταία 32 χρόνια βρίσκεται σε μια «μορφή θεραπείας». «Μια εθισμένη προσωπικότητα δεν περνάει καλά, η αίσθηση του τέλους αυτού του μαρτυρίου ήταν έντονη», δήλωσε και πρόσθεσε: «Βρίσκομαι σε μία, ας πούμε, μορφή θεραπείας τα τελευταία 32 χρόνια, που είμαι σε αποχή από αλκοόλ και ναρκωτικά». Ανατρέχοντας στα παιδικά του βιώματα, αποκάλυψε πως είχε νιώσει παραμελημένος: «Ήμουν ένα παιδί που είχε παραμεληθεί κάπως στην παιδική ηλικία. Έχω μιλήσει με τη μητέρα μου. Η μητέρα μου ήταν βράχος δίπλα μου, μια γυναίκα άξια. Ήταν η μόνη που πίστευε πάντα σε μένα και ότι θα τα καταφέρω. Έχω δει τη μητέρα μου να κοιμάται στο χαλί για να έχω όλο το κρεβάτι και να με στηρίζει».
Με εμφανή συγκίνηση, ο Βασίλης Ζούλιας μίλησε και για τον χωρισμό των γονιών του, ένα γεγονός που τον στιγμάτισε. «Είχα μία στεναχώρια που χώρισαν οι γονείς μου, έβλεπα τις άλλες οικογένειες και ήθελα κι εγώ έναν μπαμπά δίπλα μου. Τον πατέρα μου δεν του το είπα για πολλά χρόνια, αλλά έχουν φτιάξει οι σχέσεις μας τα τελευταία χρόνια. Είμαι 62, ο πατέρας μου 87, και πρόσφατα φάγαμε μαζί και συνειδητοποιήσαμε ότι δεν είχαμε καθίσει ποτέ σε ένα τραπέζι μαζί. Η μητέρα μου ποτέ δεν με δηλητηρίασε για τον πατέρα μου», σημείωσε.
Οι ουσίες και η απόπειρα αυτοκτονίας
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε και στην ημέρα, όταν συνελήφθη για κατοχή ναρκωτικών και προχώρησε σε απόπειρα αυτοκτονίας, τον Φεβρουάριο του 1988. «Τότε ο νόμος περί ναρκωτικών ήταν ίδιος για τους χρήστες και τους εμπόρους, δεν υπήρχε διαχωρισμός. Μου έβαλαν τις χειροπέδες για να οδηγηθώ στον Κορυδαλλό και ο αστυνομικός με λυπήθηκε, “άντε να χαιρετήσει τη μαμά του”, και μου έβγαλε τις χειροπέδες για να χαιρετήσω τη μητέρα μου. Και όπως ήταν το αίθριο κι εγώ χωρίς χειροπέδες, επειδή είχα πει μπαίνοντας ότι “θα φύγω από εκεί αν συμβεί κάτι με σκοπό να πεθάνω”, δεν ήθελα ούτε να γυρίσω πίσω σε αυτό που ζούσα, ούτε να μπω στη φυλακή. Η διέξοδος ήταν ο θάνατος».
Στη συνέχεια, περιέγραψε: «Έφυγα από τα χέρια της μητέρας μου και έπεσα στο κενό. Κατάπια τη γλώσσα μου και έσπασα τη μύτη μου, είχα εσωτερική αιμορραγία. Βρέθηκε ένας γιατρός εκεί, που κατάφερε και έβαλε το χέρι του στο στόμα μου, τράβηξε τη γλώσσα μου και μου έσωσε τη ζωή. Αν περνούσαν 3 λεπτά, θα είχα πεθάνει. Όταν άνοιξα τα μάτια μου, το πρώτο που αναρωτήθηκα είναι γιατί ζω ακόμη. Είχα κάνει και άλλες απόπειρες».
Σήμερα, βλέπει την επιβίωσή του ως κάτι βαθιά πνευματικό και επιθυμεί να μοιραστεί την εμπειρία του: «Οι ανακριτές ήρθαν στον Ευαγγελισμό, όπου κρατούμουν, και μου ζήτησαν συγγνώμη. Ο εθισμός είναι μια σοβαρή ασθένεια και αντιμετωπίζεται με θεραπεία. Πιστεύω πως μια ανώτερη δύναμη με προστάτευσε, με βοήθησε να ζήσω, είχε άλλο πλάνο για τη ζωή μου. Πολύ συχνά εύχομαι να συγχωρεθεί η αχαριστία μου προς τη ζωή. Θέλω να μιλάω για όσα πέρασα με τις ουσίες, να μεταφέρω ένα μήνυμα σε όποιον πιστεύει πως δεν μπορεί να τα καταφέρει».