Άρση μονιμότητας στο Δημόσιο: Η αναθεώρηση του άρθρου 103 και η δοκιμασία του πολιτικού συστήματος
Η πρόταση του Κυριάκου Μητσοτάκη για την αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος και την άρση της μονιμότητας στο Δημόσιο επαναφέρει δυναμικά στο προσκήνιο ένα από τα πιο ευαίσθητα και διαχρονικά «ταμπού» της ελληνικής μεταπολίτευσης. Η πρωτοβουλία εντάσσεται στον ευρύτερο μεταρρυθμιστικό σχεδιασμό της κυβέρνησης για τον εκσυγχρονισμό του κράτους, με στόχο την ενίσχυση της λογοδοσίας, της αποτελεσματικότητας και της αποτροπής φαινομένων αδράνειας και διοικητικής αναποτελεσματικότητας. Η συζήτηση περί κατάργησης της μονιμότητας δεν είναι νέα, αλλά η πρόταση της Νέας Δημοκρατίας για συνταγματική κατοχύρωση της δυνατότητας απόλυσης υπαλλήλων που κρίνονται επίμονα και δομικά ανεπαρκείς φέρνει το ζήτημα σε θεσμική βάση. Όπως δήλωσε ο πρωθυπουργός: «Αν η ανεπάρκεια είναι μόνιμη, ο υπάλληλος πρέπει να απομακρύνεται». Η πρόβλεψη αυτή συνδέεται με την ήδη ισχύουσα αξιολόγηση, σύμφωνα με την οποία υπάλληλος που βαθμολογείται ως ανεπαρκής δύο φορές παραπέμπεται στο πειθαρχικό με το ερώτημα της παύσης.
Η κυβέρνηση εκτιμά πως η κοινωνία είναι πιο ώριμη από το πολιτικό σύστημα για ριζικές αλλαγές και επενδύει πολιτικά στο «όραμα» ενός δημόσιου τομέα που επιβραβεύει την αριστεία και απομακρύνει τη συστηματική ανεπάρκεια. Ταυτόχρονα, η πρόταση αυτή αξιοποιείται και ως εργαλείο πίεσης προς το ΠΑΣΟΚ, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να καλεί τον Νίκο Ανδρουλάκη να πάρει ξεκάθαρη θέση: «Ναι ή όχι στην άρση της μονιμότητας;». Η στρατηγική του Μαξίμου δείχνει να ευθυγραμμίζεται με τις εισηγήσεις του επιτελείου Greenberg: διαρκείς παρεμβάσεις, μηνιαίες εξαγγελίες, και χτίσιμο ενός πλαισίου ικανού να στηρίξει αίτημα για τρίτη θητεία από το 2026 και μετά. Η επιλογή να «ανοίξει» ο φάκελος της αναθεώρησης πριν καν τη ΔΕΘ, αποτελεί κομβικό βήμα ενίσχυσης του πολιτικού κεφαλαίου της κυβέρνησης.
Η αναθεώρηση του άρθρου 103, όμως, δεν στέκεται μόνη. Συνοδεύεται από προτάσεις για αναθεώρηση του άρθρου 16 (μη κρατικά πανεπιστήμια), του άρθρου 86 (ευθύνη υπουργών), του άρθρου 24 (χωροταξία και περιβάλλον) και πιθανώς του άρθρου για την εκλογή της ηγεσίας της Δικαιοσύνης. Η κυβέρνηση επιχειρεί να δομήσει ένα συνεκτικό μεταρρυθμιστικό αφήγημα με πυρήνα τη θεσμική αξιοπιστία και την ενίσχυση της αποτελεσματικότητας. Η αντιπολίτευση, ωστόσο, εκφράζει επιφυλάξεις ή και κάθετη αντίθεση. Ο ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει πως η κατάργηση της μονιμότητας μπορεί να καταλήξει σε εργαλείο πελατειακών πρακτικών. Το ΠΑΣΟΚ, πιεζόμενο, αποφεύγει σαφείς τοποθετήσεις, με αποτέλεσμα να εμφανίζεται ευάλωτο στη στρατηγική του Μαξίμου που το θέτει ενώπιον θεσμικών διλημμάτων.
Συνταγματικά, η διαδικασία είναι σύνθετη: για να καταστεί εφικτή η αναθεώρηση, απαιτείται είτε πλειοψηφία 180 βουλευτών στην παρούσα Βουλή, είτε 151 και 180 στην επόμενη. Υπό το βάρος της ατελέσφορης αναθεώρησης του 2019, η κυβέρνηση καλείται να εξασφαλίσει ουσιαστικές συναινέσεις. Ο Κυριάκος Μητσοτάκης απηύθυνε κάλεσμα σοβαρότητας στο ΠΑΣΟΚ, λέγοντας πως είναι το μόνο κόμμα με το οποίο «θα μπορούσαμε να συνεννοηθούμε». Η πρόταση για άρση της μονιμότητας δεν είναι απλώς μία θεσμική τροποποίηση: είναι ένα κρίσιμο σημείο καμπής για το πολιτικό σύστημα και τη σχέση εμπιστοσύνης πολίτη-κράτους. Η τελική έκβαση θα εξαρτηθεί όχι μόνο από τους αριθμούς, αλλά και από το εάν το πολιτικό σύστημα μπορεί να ανταποκριθεί στο αίτημα για ένα Δημόσιο πιο δίκαιο, αποτελεσματικό και παραγωγικό.
