Ζούμε σε μια κοινωνία όπου, για να διατηρήσουμε την αυτοεκτίμησή μας, έχουμε υιοθετήσει έναν νέο, πιο ύπουλο τρόπο υπεροχής

Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Ποτέ δεν συνάντησα κάποιον που θα ήθελα να του έμοιαζα. Ακόμα κι αν αυτό είναι αυταπάτη, είναι μια βολική αυταπάτη.
Τσαρλς Μπουκόφσκι
Κάποιες συζητήσεις, όσο καθημερινές κι αν μοιάζουν, σου αποκαλύπτουν έναν ολόκληρο κόσμο. Πριν λίγες μέρες, συνάντησα μια παλιά μου συμμαθήτρια, σε μια από εκείνες τις μικρές επανασυνδέσεις που έρχονται σχεδόν απροειδοποίητα. Η κουβέντα κύλησε αβίαστα προς τα προσωπικά — τη μοναξιά, την επιθυμία της να χτίσει οικογένεια, την ανασφάλεια του να περιμένεις κάτι που δεν έρχεται. Μου μιλούσε με παράπονο για τις φίλες της που είχαν «λιγότερα προσόντα» αλλά βρήκαν την ευτυχία, για άντρες που – όπως έλεγε – τρομάζουν από τον δυναμισμό της, για ραντεβού που δεν οδηγούν πουθενά. Ώρες την άκουγα, σχεδόν με μια σιωπηλή αγωνία: ούτε μία στιγμή δεν αναρωτήθηκε μήπως κάτι από όλα αυτά έχει και η ίδια να δουλέψει.

Αυτό το μοτίβο δεν είναι προσωπικό. Είναι συλλογικό. Ζούμε σε μια κοινωνία όπου, για να διατηρήσουμε την αυτοεκτίμησή μας, έχουμε υιοθετήσει έναν νέο, πιο ύπουλο τρόπο υπεροχής: την ηθική επίδειξη. Δεν καταγγέλλουμε το κακό για να το αλλάξουμε, αλλά για να διαφοροποιηθούμε από αυτό. Δεν στεκόμαστε στο καλό γιατί το πιστεύουμε βαθιά, αλλά γιατί θέλουμε να αποδείξουμε – κυρίως διαδικτυακά – ότι δεν έχουμε καμία σχέση με το κακό. Οι αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης είναι γεμάτες δηλώσεις: για την αδικία, για τον ρατσισμό, για την «τοξική αρρενωπότητα», για τους οπισθοδρομικούς γονείς, για τους ανθρώπους που δεν έχουν καλλιεργηθεί. Και τα περισσότερα από αυτά, αντί να μιλούν για το φως, αναλύουν με κάθε λεπτομέρεια το σκοτάδι. Ο τρόπος που χρησιμοποιούμε το λεξιλόγιό μας, το πόσο αμείλικτοι γινόμαστε με τις λέξεις, προδίδει ότι δεν στοχεύουμε σε λύση ή ενσυναίσθηση – αλλά σε διαφοροποίηση.

Και τότε, ξεκινά η σύγκριση. Η ψυχολογία μιλά γι’ αυτό ως «καθοδική κοινωνική σύγκριση»: συγκρίνουμε τον εαυτό μας με κάποιον που θεωρούμε υποδεέστερο, ώστε να νιώσουμε ανώτεροι. Και αυτό, προσωρινά, προσφέρει μια αίσθηση ανακούφισης. Στην πραγματικότητα, όμως, μας απομακρύνει από κάθε ειλικρινή αυτογνωσία. Εφόσον υπάρχουν «χειρότεροι», τότε εγώ δεν χρειάζεται να αλλάξω τίποτα. Αυτό ακριβώς παρατήρησα και στη φίλη μου. Η απόλυτη σιγουριά πως «εκείνη είναι σωστή» και «οι άλλοι απλώς δεν την αντέχουν». Όχι από αλαζονεία, αλλά από αμηχανία απέναντι στην ιδέα ότι ίσως και να φταίει λίγο. Είναι ο μηχανισμός του ναρκισσισμού που γεννιέται από ανασφάλεια. Αν η καλοσύνη μου, η ποιότητά μου, η πρόοδός μου ορίζονται συνεχώς μέσα από το τι δεν είμαι – τότε στην ουσία δεν ξέρω ποιος είμαι.

Και το πιο επικίνδυνο; Δεν εξελίσσομαι. Στην πραγματικότητα, πολλοί άνθρωποι τρέφονται από το κακό του άλλου. Ανακουφίζονται με την πτώση του, με τη μικρότητά του, με την αστοχία του. Όχι γιατί είναι μοχθηροί, αλλά γιατί μέσα από αυτό επανεπιβεβαιώνουν την αξία τους. Και παράλληλα, επιμελώς, προσπαθούν να πείσουν όλους τους άλλους – και τον εαυτό τους – ότι είναι έξω από όλα αυτά. Το πρόβλημα δεν είναι μόνο η υποκρισία· είναι ότι τελικά αρχίζουμε να μοιάζουμε σε αυτό που κοιτάζουμε, όσο κι αν το κατακρίνουμε.
Οι συγκρίσεις μάς παγιδεύουν και σε άλλη παγίδα: συχνά εξιδανικεύουμε ή δαιμονοποιούμε με βάση ελλιπή στοιχεία. Κρίνουμε καταστάσεις από μεμονωμένες εικόνες, ανθρώπους από επιφανειακές εντυπώσεις, στιγμές από τα συμφραζόμενα που εμείς επιλέγουμε να δούμε. Όταν κάτι μας απογοητεύει ή μας δυσαρεστεί, αντί να το αντέξουμε, το υποτιμάμε ακαριαία – σαν άμυνα. Κι έτσι χάνουμε την ευκαιρία να σχετιστούμε, να κατανοήσουμε, να εξελιχθούμε. Η αληθινή καλοσύνη δεν στηρίζεται στο να κατονομάζεις το κακό. Ούτε χρειάζεται να επιδεικνύεται. Είναι στάση. Ήπια, σιωπηλή, σταθερή. Δεν έχει ανάγκη να φωνάξει για να είναι παρούσα, δεν γίνεται για το χειροκρότημα. Αν λοιπόν θέλουμε πράγματι να υπάρξουμε μέσα στο καλό, ας σταθούμε εκεί — όχι απέναντι από το κακό, αλλά μακριά από τη σύγκριση, τη δηλητηριώδη γλώσσα και την υπεροπτική διάγνωση των άλλων. Ας μείνουμε στην προσωπική ευθύνη. Στην εσωτερική δουλειά. Γιατί τελικά, αυτός που είναι πράγματι καλός, δεν έχει ανάγκη να το πει. Όποιος είναι καλός, δεν χρειάζεται να το διακηρύξει. Αρκεί να συνεχίσει να πράττει σύμφωνα με το καλό, να το ενσαρκώνει στην καθημερινότητά του.

