Η επανεμφάνιση του Αλέξη Τσίπρα με παρεμβάσεις υψηλού πολιτικού φορτίου και η ανοιχτή συζήτηση για τη δημιουργία ενός νέου προοδευτικού φορέα επαναδιαμορφώνουν τις ισορροπίες στο εσωτερικό του ΣΥΡΙΖΑ, προκαλώντας παράλληλα νευρικότητα στο ΠΑΣΟΚ και κινητικότητα σε ολόκληρο το φάσμα του κεντροαριστερού χώρου. Το μήνυμα του πρώην πρωθυπουργού από το βήμα της 2ης Διάσκεψης για τη Δημοκρατία και την Κοινωνική Δικαιοσύνη δεν ήταν απλώς κριτικό απέναντι στην κυβέρνηση, αλλά κυρίως κατευθυντήριο: μια πρόσκληση επανίδρυσης του προοδευτικού πόλου, με νέους όρους, νέο περιεχόμενο και – όπως όλα δείχνουν – με νέο πολιτικό σχήμα.
Το 5ο Συνέδριο του ΣΥΡΙΖΑ πραγματοποιείται μέσα σε κλίμα έντονης πολιτικής και οργανωτικής ρευστότητας. Η παρέμβαση Τσίπρα έχει αναζωπυρώσει τις εντάσεις στο εσωτερικό του κόμματος, με τη δημιουργία ενός διακριτού ρεύματος που φέρεται να προετοιμάζεται για την επόμενη μέρα, πιθανότατα εκτός των επίσημων δομών της Κουμουνδούρου. Σύμφωνα με πληροφορίες, κορυφαία στελέχη που βρίσκονται στο περιβάλλον του πρώην προέδρου – όπως η Όλγα Γεροβασίλη και ο Γιώργος Βασιλειάδης – δεν θα συμμετάσχουν στη νέα Κεντρική Επιτροπή. Την ίδια στιγμή, και άλλες σημαντικές παρουσίες, όπως ο Διονύσης Τεμπονέρας και ο Χρήστος Σπίρτζης, φέρονται να παραμένουν εκτός κομματικών οργάνων, σηματοδοτώντας ευρύτερες ανακατατάξεις. Οι δηλώσεις του Παναγιώτη Ρήγα, ο οποίος χαρακτήρισε τον Αλέξη Τσίπρα «πιο ώριμο από ποτέ» και εξέφρασε την προσωπική του νοσταλγία για την παρουσία του, αποτυπώνουν το κλίμα που επικρατεί σε ένα σημαντικό κομμάτι του στελεχιακού δυναμικού.
Από την άλλη πλευρά, στελέχη όπως ο Παύλος Πολάκης εξακολουθούν να τοποθετούνται με έντονη κριτική διάθεση. Με ανάρτηση-παρέμβαση, συνοδευόμενη από τη μορφή του Άρη Βελουχιώτη, ο βουλευτής Χανίων υπογράμμισε ότι η κοινωνία δεν μπορεί να περιμένει αλλαγές σε βάθος πενταετίας, απαιτώντας άμεση συγκρότηση μιας ριζοσπαστικής, εναλλακτικής λύσης απέναντι στον Μητσοτάκη. Ο ίδιος και ο Νίκος Παππάς φαίνεται να κινούνται στη λογική ενίσχυσης της αριστερής ταυτότητας του ΣΥΡΙΖΑ, με δικό τους κείμενο θέσεων και υπογραφές. Απέναντί τους, η πλευρά Φάμελλου φέρεται να αναζητά ισορροπίες και δυνατότητες συνεννόησης, ενδεχομένως και μέσα από μια προσωρινή εσωκομματική «ανακωχή» ενόψει της μάχης των συσχετισμών στην Κεντρική Επιτροπή. Ο Γιάννης Ραγκούσης, ως βασικός εκφραστής του προεδρικού μπλοκ, περιέγραψε τις παθογένειες που κρατούν πίσω το κόμμα: ατομισμός, ιδιοτέλεια και εσωστρέφεια – τα οποία, κατά την άποψή του, οδήγησαν και στην εκλογή Κασσελάκη.
Το ΠΑΣΟΚ σε στάση άμυνας – Αναταράξεις και προβληματισμός
Στον απέναντι πολιτικό κάμπο, η Χαριλάου Τρικούπη παρακολουθεί με εμφανή αμηχανία την πολιτική κινητικότητα του Αλέξη Τσίπρα. Αν και δημόσια επιχειρείται να υποβαθμιστεί η σημασία των παρεμβάσεών του, πίσω από τις γραμμές διαφαίνεται ανησυχία. Η τρίτη θέση στις δημοσκοπήσεις – πίσω από την Πλεύση Ελευθερίας – έχει ήδη προκαλέσει δυσφορία και εσωτερική αμφισβήτηση στρατηγικής. Η επιλογή Τσίπρα να απευθύνει κάλεσμα προς όλες τις προοδευτικές δυνάμεις, με λόγο ενωτικό και αναφορές σε «νέο πατριωτισμό», αξιολογήθηκε από αρκετά στελέχη του ΠΑΣΟΚ ως στοχευμένη προσπάθεια επαναπροσέγγισης των παραδοσιακών του ψηφοφόρων. Ο Θανάσης Γκλαβίνας σχολίασε με έντονα απαξιωτικό ύφος ότι ο Τσίπρας «δεν αντιπροσωπεύει το καινούργιο», ενώ ο Νίκος Ανδρουλάκης επανέφερε στο προσκήνιο τις παλιές συγκυβερνητικές συνεργασίες του ΣΥΡΙΖΑ με τους ΑΝΕΛ, προκειμένου να καταδείξει – όπως είπε – ότι δεν υπάρχει πραγματική εναλλακτική πρόταση. «Αντίδοτο στη σημερινή Δεξιά δεν είναι όσοι εφάρμοσαν τα ίδια σε άλλη συγκυρία», ανέφερε χαρακτηριστικά.
Ο ανοιχτός λογαριασμός
Το πολιτικό σκηνικό στον χώρο της Κεντροαριστεράς μοιάζει αυτή τη στιγμή με ένα σκάκι πολλών ταχυτήτων: στον ΣΥΡΙΖΑ, το συνέδριο μετατρέπεται σε κρίσιμη μάχη για τον έλεγχο του μέλλοντος· στο ΠΑΣΟΚ, ο εσωκομματικός προβληματισμός βαθαίνει. Και ο Αλέξης Τσίπρας, χωρίς ακόμη να έχει ανοίξει όλα του τα χαρτιά, μοιάζει να ετοιμάζει την επόμενη κίνησή του. Η διατύπωση για ένα νέο «πολιτικό και κοινωνικό κύμα», που θα εμπνεύσει και θα ενώσει τα διάσπαρτα ρεύματα, δεν είναι απλώς ένα κάλεσμα. Είναι το πολιτικό στίγμα ενός σχεδίου που, αν προχωρήσει, μπορεί να ανατρέψει συσχετισμούς, να αμφισβητήσει παραδοχές και – ίσως – να φέρει μια νέα μορφή εκπροσώπησης σε έναν χώρο που εδώ και καιρό αναζητά την ταυτότητά του. Το ερώτημα, όμως, παραμένει: επιστροφή ή νέα αρχή; Και – κυρίως – με ποιους;