Η προσφορά συγχώρεσης μπορεί να είναι θεραπευτική, αλλά οι ειδικοί επισημαίνουν ότι κανείς δεν πρέπει να νιώθει υποχρεωμένος να τη δώσει
Μας μεγάλωσαν με την ιδέα ότι η συγχώρεση είναι η υπέρτατη αρετή. Ότι αν δεν συγχωρήσουμε, θα μείνουμε πίσω – γεμάτοι πίκρα, σκλάβοι του θυμού μας. Ότι το να αφήσουμε πίσω τον πόνο περνάει μέσα από τη λύση που μόνο η συγχώρεση μπορεί να προσφέρει. Αλλά τι γίνεται όταν αυτή η “λύση” μοιάζει με προδοσία του ίδιου μας του εαυτού; Η Αμάντα Γκρέγκορι θυμάται ένα παιδικό παιχνίδι με τα αδέρφια της: έτρεχαν μέσα στη βρώμικη κουζίνα για να προλάβουν τις κατσαρίδες. Γελούσαν, έτρεχαν – αλλά αυτό ήταν το πιο φωτεινό κομμάτι μιας παιδικής ηλικίας που έσταζε εγκατάλειψη. Οι γονείς της ήταν εκεί, αλλά απώντες. Η βρωμιά στους τοίχους, η σιωπή στα βλέμματα, ο πόνος στο γόνατο που ποτέ κανείς δεν φρόντισε. Και όταν πια μεγάλωσε, όταν έμαθε να δίνει φροντίδα στους άλλους ως θεραπεύτρια, έμεινε να κοιτά τον εαυτό της με την πιο δύσκολη ερώτηση: πρέπει να συγχωρήσω για να γιατρευτώ; Αν η συγχώρεση είναι το κλειδί, τότε γιατί σε κάποιες καρδιές μοιάζει να σφαλίζει τις πληγές αντί να τις επουλώνει;
Η κοινωνία λατρεύει τη συγχώρεση. Τη θεωρεί ωριμότητα, αγιοσύνη, νίκη του φωτός απέναντι στο σκοτάδι. Κάθε βιβλίο αυτοβοήθειας, κάθε talk show, κάθε θρησκευτική διδαχή την τοποθετεί στην κορυφή της πυραμίδας των συναισθηματικών κατορθωμάτων. Και όμως, ολοένα και περισσότεροι άνθρωποι –θεραπευτές, επιζώντες, ερευνητές– λένε: όχι πάντα. Γιατί η συγχώρεση, όπως την έχουμε μάθει, προϋποθέτει κάτι σχεδόν απάνθρωπο: να προσφέρεις καλοσύνη σε εκείνον που σου φέρθηκε με σκληρότητα. Να παραβλέψεις. Να καταπιείς. Να μεταμορφώσεις τον θυμό σου σε ένα χαμόγελο που δεν είναι δικό σου. Και αυτό, για πολλούς, δεν είναι απελευθέρωση. Είναι φίμωση. Η Γκρέγκορι, στο επερχόμενο βιβλίο της “Δεν Χρειάζεται να Συγχωρήσεις”, προτείνει κάτι απλό αλλά επαναστατικό: ότι η συγχώρεση δεν είναι υποχρέωση. Δεν είναι αυτοσκοπός. Είναι μία πιθανή διαδρομή — όχι η μοναδική. Κάποιοι δεν τη διαλέγουν ποτέ. Και προχωρούν.
Άλλοι, όπως η Ροζένα Μπακάρι, επιζήσασα σεξουαλικής κακοποίησης, βρήκαν θεραπεία όχι στη συγχώρεση, αλλά στην οργή. Στο δικαίωμα να θυμώνεις. Να μη σβήνεις το τραύμα για να ανακουφίσεις το περιβάλλον σου. Η συγχώρεση, λένε οι ειδικοί, μπορεί να βοηθήσει. Μπορεί να μειώσει το στρες, να ανακουφίσει από την κατάθλιψη, να φέρει εσωτερική γαλήνη. Όμως δεν είναι πανάκεια. Δεν είναι απαραίτητη συνθήκη για την ψυχική υγεία. Το πιο λυτρωτικό βήμα για κάποιους δεν είναι το “σε συγχωρώ”, αλλά το “σε αναγνωρίζω και επιλέγω να μη σε κουβαλώ άλλο”. Όχι επειδή έχεις αλλάξει. Αλλά επειδή εγώ έχω προχωρήσει. Η Σούζαν Σαπίρο, συγγραφέας, περιγράφει στο βιβλίο της ανθρώπους που πιέστηκαν να συγχωρήσουν ακόμα και τον βιαστή τους, γιατί αυτό απαιτούσε ο ιερέας, η οικογένεια, η κοινωνία. Άλλοι, όπως η ίδια, βρήκαν λύτρωση όταν –και μόνο όταν– ήρθε η ειλικρινής μετάνοια.
Η συγχώρεση, όταν είναι αληθινή, δεν είναι χειρονομία εξευγενισμού. Είναι πράξη ελευθερίας. Όχι συμβιβασμού. Και μερικές φορές, αυτή η ελευθερία αποκτάται αλλιώς: μέσα από τη σιωπή. Την αποστασιοποίηση. Την αυστηρότητα. Το “αρνούμαι να σβήσω τη φωτιά που με έκαψε, μόνο και μόνο για να φαίνομαι μεγαλόψυχος”. Η συγχώρεση είναι επιλογή. Όχι καθήκον. Και η ανάρρωση, όπως και η αλήθεια, δεν χωράνε σε συνταγές.
