Ελλάδα και Μέση Ανατολή: Πολιτικές διαφοροποιήσεις υπό το βάρος της κρίσης στο Ιράν

ΠΟΛΙΤΙΚΗ

Ελλάδα και Μέση Ανατολή: Πολιτικές διαφοροποιήσεις υπό το βάρος της κρίσης στο Ιράν

ΕΠΙΜΕΛΕΙΑ: Ευτυχία Παπούλια

Ελλάδα και Μέση Ανατολή: Σε τεταμένο κλοιό η Αθήνα

23.06.2025 | 07:58

Μπροστά σε μια από τις πιο επικίνδυνες γεωπολιτικές καμπές των τελευταίων ετών, η ελληνική πολιτεία αναζητά ισορροπίες ανάμεσα στη συμμαχική ευθυγράμμιση, τη στρατηγική αυτοπροστασία και την εσωτερική πολιτική συνοχή. Η πρόσφατη έκτακτη συνεδρίαση του Κυβερνητικού Συμβουλίου Εθνικής Ασφάλειας (ΚΥΣΕΑ), υπό τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη, ανέδειξε τη σοβαρότητα της κατάστασης και την ανάγκη διαχείρισης μιας πολυσύνθετης κρίσης που ξεπερνά τα όρια της Μέσης Ανατολής και φτάνει ως το εσωτερικό της ελληνικής πολιτικής ζωής. Το κυβερνητικό αφήγημα κινείται σε γραμμή προσεκτικής ανησυχίας, αποφεύγοντας να υιοθετήσει ρητορική πλήρους ταύτισης με την αμερικανική επίθεση στις ιρανικές πυρηνικές εγκαταστάσεις, αλλά την ίδια στιγμή αποφεύγει και οποιαδήποτε αποδοκιμασία, ευθυγραμμιζόμενο με το πλαίσιο της ευρωπαϊκής αμηχανίας. Παράλληλα, η κυβέρνηση δηλώνει έτοιμη να αναλάβει πρωτοβουλίες αποκλιμάκωσης, τη στιγμή που οι στρατηγικές βάσεις των ΗΠΑ σε ελληνικό έδαφος – κυρίως η Σούδα – παραμένουν σε κατάσταση αυξημένης επιφυλακής. Η στάση της κυβέρνησης δεν έμεινε αναπάντητη από τα κόμματα της αντιπολίτευσης. Παρά τις διαφοροποιήσεις στον τόνο και την ένταση, τα κόμματα του Κέντρου και της Αριστεράς συνασπίζονται στην κοινή θέση της αποδοκιμασίας της στρατιωτικής κλιμάκωσης και ζητούν άμεση και πλήρη ενημέρωση για τον ρόλο που διαδραματίζει η Ελλάδα στην παρούσα συγκυρία.

Ο Νίκος Ανδρουλάκης επιλέγει μετριοπαθή γλώσσα, αποφεύγοντας την κατά μέτωπο επίθεση στην κυβέρνηση, αλλά καλεί το Μαξίμου να αναλάβει ενεργό ρόλο υπέρ της ειρήνης και της διπλωματικής οδού, επισημαίνοντας ότι «η στρατηγική υπευθυνότητας δεν είναι αδυναμία, αλλά όρος εθνικής αξιοπρέπειας». Στο ίδιο μήκος κύματος, αλλά με εθνικό τόνο, ο ευρωβουλευτής Νίκος Παπανδρέου ζητά «εθνική ομοψυχία και συνεννόηση στο ανώτατο πολιτικό επίπεδο», προειδοποιώντας για σεισμικές αλλαγές στο διεθνές σύστημα και καλώντας σε θεσμική συσπείρωση για την ενίσχυση της ελληνικής διπλωματικής θέσης.

Σε πολύ πιο αιχμηρό ύφος, ο ΣΥΡΙΖΑ, δια του εκπροσώπου του Γιώργου Καραμέρου, καταγγέλλει «σιωπή ενοχής» εκ μέρους της κυβέρνησης, την οποία κατηγορεί ότι λειτουργεί ως «δεδομένος σύμμαχος χωρίς στρατηγική αυτονομία». Ο καυστικός τόνος κορυφώνεται από τον Δημήτρη Κουτσούμπα, ο οποίος από το βήμα του ΚΚΕ καταγγέλλει ότι η Ελλάδα εμπλέκεται σε συγκρούσεις που δεν την αφορούν, μετατρέποντας τον λαό σε στόχο αντιποίνων. Ακόμη πιο ευθέως καταγγελτικός, ο πρόεδρος της Νέας Αριστεράς Αλέξης Χαρίτσης κατηγορεί την κυβέρνηση ότι εμπλέκει τη χώρα σε πολεμική δίνη «με όρους υποτέλειας» και ζητά άμεση σύγκληση του Συμβουλίου Πολιτικών Αρχηγών από τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας, απαιτώντας ξεκάθαρες απαντήσεις για τον ρόλο και τη συμμετοχή της Ελλάδας στα στρατιωτικά επιχειρησιακά σχέδια.

Την ίδια ώρα, το Μέγαρο Μαξίμου διαμηνύει ότι η χώρα παραμένει εκτός του «επιχειρησιακού κάδρου» των εξελίξεων, χωρίς ωστόσο να παραγνωρίζει τον αυξημένο ρόλο που παίζουν ελληνικές στρατιωτικές εγκαταστάσεις – με προεξάρχουσα τη βάση της Σούδας, που φέρεται να αξιοποιήθηκε για την ενδιάμεση στήριξη των αμερικανικών βομβαρδιστικών. Ο Αρχηγός ΓΕΕΘΑ Δημήτρης Χούπης ενημέρωσε αναλυτικά το ΚΥΣΕΑ για την επιχειρησιακή εικόνα, ενώ οι κρατικές υπηρεσίες πληροφοριών δεν έχουν – μέχρι στιγμής – καταγράψει απειλές στο εσωτερικό, χωρίς αυτό να σημαίνει εφησυχασμό. Ο βασικός στρατηγικός πονοκέφαλος εντοπίζεται στην περιοχή των Στενών του Ορμούζ, όπου πλοία ελληνικής σημαίας ή ελληνικών συμφερόντων εξακολουθούν να κινούνται υπό αυξημένη επιτήρηση. Αν και η απειλή του Ιράν για κλείσιμο της ναυτιλιακής διόδου δεν έχει υλοποιηθεί, το ρίσκο είναι εξαιρετικά υψηλό. Το Υπουργείο Ναυτιλίας βρίσκεται σε συνεχή επαφή με τα παραπλέοντα πλοία, επικαιροποιώντας ανά εξάωρο τις οδηγίες και προτρέποντας τον εντοπισμό ασφαλών λιμανιών.

Το τεστ του ΝΑΤΟ

Σε πολιτικό επίπεδο, η ελληνική ηγεσία εισέρχεται σε κρίσιμη εβδομάδα, με τον Κυριάκο Μητσοτάκη να συναντά τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας Κώστα Τασούλα και τον υπουργό Εξωτερικών Γιώργο Γεραπετρίτη να μεταβαίνει στις Βρυξέλλες για την έκτακτη σύνοδο των Ευρωπαίων ομολόγων του. Η κορύφωση έρχεται με τη συμμετοχή του Πρωθυπουργού στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ στη Χάγη, όπου η ένταση στη Μέση Ανατολή αναμένεται να επηρεάσει κάθε διάσταση της συζήτησης. Πέρα από την ασφάλεια, στο τραπέζι τίθεται και η πρόταση αύξησης των αμυντικών δαπανών στο 5% του ΑΕΠ, με επιμερισμό σε 3,5% για καθαρά στρατιωτικούς σκοπούς και 1,5% για σχετικές υποδομές. Η Ελλάδα προσέρχεται με ισχυρή διαπραγματευτική θέση, έχοντας ήδη υπερβεί το 3% και δεσμευτεί σε 12ετές εξοπλιστικό πρόγραμμα ύψους 28 δισεκατομμυρίων ευρώ. Η ελληνική διπλωματία φιλοδοξεί να αναδείξει τον ρόλο της ως χώρας αξιόπιστου συμμάχου, με σταθερή προσήλωση στις δεσμεύσεις της ακόμη και εν μέσω κρίσεων.

Η επόμενη μέρα

Η Ελλάδα βρίσκεται στο μεταίχμιο μιας νέας περιόδου αστάθειας. Η αναζήτηση εθνικής στρατηγικής, που θα υπηρετεί ταυτόχρονα τη διεθνή νομιμότητα, την εσωτερική ασφάλεια και τη διαφύλαξη της εθνικής κυριαρχίας, είναι αδήριτη ανάγκη. Η ρητορική περί διπλωματίας πρέπει να αποκτήσει επιχειρησιακό περιεχόμενο. Η πολυμέτωπη κρίση που πυροδοτήθηκε με τις επιθέσεις στο Ιράν είναι πιθανό να μεταβληθεί σε μακρόσυρτο γεωπολιτικό σεισμό, στον οποίο η Ελλάδα δεν μπορεί ούτε να μείνει αμέτοχη ούτε να εμπλακεί ασύντακτα. Η χώρα καλείται να ισορροπήσει ανάμεσα στη στρατηγική ψυχραιμία και την ετοιμότητα. Ανάμεσα στη διατήρηση της διεθνούς της αξιοπιστίας και στην προάσπιση του εθνικού συμφέροντος. Και αυτό απαιτεί ενότητα, σοβαρότητα, θεσμική διαφάνεια και ρεαλιστική διπλωματία. Διότι, όπως όλα δείχνουν, η επόμενη φάση της διεθνούς πραγματικότητας δεν θα κριθεί μόνο στα πεδία των μαχών, αλλά και στα κέντρα αποφάσεων.

Ετικέτες
Exit mobile version