Από τη Βοστώνη του 1770 στο Λος Άντζελες του 2025
Μια δεκαετία πριν από το πρώτο αμερικανικό κίνημα «Χωρίς Βασιλιάδες», ο Μπεν Φραγκλίνος στεκόταν στο Λονδίνο ενώπιον της Βουλής των Κοινοτήτων και, προσπαθώντας να εξηγήσει ως έναν βαθμό την αμερικανική νοοτροπία, προειδοποιούσε κατά της αποστολής στρατευμάτων για την καταστολή αναταραχών στις αποικίες. «Δεν βλέπω πώς μια στρατιωτική δύναμη μπορεί να εξυπηρετήσει τέτοιο σκοπό», δήλωνε, προσθέτοντας προφητικά: «Δεν θα βρουν επανάσταση. Μπορεί όμως να δημιουργήσουν μία». Οι προειδοποιήσεις του αγνοήθηκαν. Τον Οκτώβριο του 1768, σχεδόν χίλιοι Βρετανοί στρατιώτες παρήλασαν στη Βοστώνη, με το πυροβολικό να ακολουθεί.
Καθώς πλησιάζει η 4η Ιουλίου, καλό είναι να θυμόμαστε τα πολιτικά διδάγματα που σφυρηλατήθηκαν στους δρόμους της Βοστώνης. Οι διαμαρτυρίες είναι τόσο αναπόσπαστο μέρος του αμερικανικού πειράματος όσο το μπάρμπεκιου και το μπέιζμπολ. Και τίποτε δεν τροφοδοτεί μια υποβόσκουσα αντίσταση περισσότερο από τη δυσανάλογη χρήση βίας. Πολλοί κάτοικοι θεωρούσαν τον στρατό ειρήνης ως παραβίαση των αποικιακών δικαιωμάτων και πίστευαν πως ο Βρετανικός θρόνος επιδίωκε να παρουσιάσει τους Αμερικανούς ως στασιαστές. Η αποστολή στρατευμάτων βασιζόταν σε αμφισβητούμενες κατηγορίες και στόχευε στην εγκαθίδρυση αυθαίρετης εξουσίας, όπως σημείωνε μια εφημερίδα τον Μάρτιο του 1770, με σκοπό «να καταπνίξει το πνεύμα της ελευθερίας». Είναι επικίνδυνο να συγχέεις μια διαμαρτυρία με εξέγερση. Δεν υπήρχε κανένα επαναστατικό κλίμα όταν έφτασαν τα στρατεύματα. Οκτώ χρόνια αργότερα, η επιβολή στρατιωτικής παρουσίας θα περιλαμβανόταν στα παράπονα της Διακήρυξης της Ανεξαρτησίας.
Οι ηγέτες της αντίστασης στη Βοστώνη εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία. «Κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι η ειρήνη και η τάξη είναι πιο ασφαλείς όταν στρατιώτες στρατοπεδεύουν μέσα στην πόλη», έγραφε ο Σάμιουελ Άνταμς στην πιο δημοφιλή εφημερίδα της Βοστώνης. Ήξερε και εκείνος να προκαλεί κρίση, δημοσιεύοντας τρομακτικές ιστορίες για στρατιώτες που απειλούσαν να σκοτώσουν γυναίκες, να χτυπήσουν παιδιά και να πυρπολήσουν την πόλη.
Οι κάτοικοι αντέδρασαν με οργή: παρακολουθούσαν, απειλούσαν και χλεύαζαν τους στρατιώτες, τους πετούσαν πέτρες, λάσπη, φλέματα, κοχύλια και χιονόμπαλες. Έπαιρναν τα σπαθιά τους ως τρόπαια, τους αποκαλούσαν «σκυλιά κλέφτες με κατακόκκινες πλάτες» και «καταραμένα καθάρματα αστακοί». Η ένταση κορυφώθηκε στις 5 Μαρτίου 1770. Μετά από επίθεση σε φρουρό, ένας λοχαγός έδωσε εντολή να οπλίσουν. Σε ένα στενό σημείο της πόλης, ένα ραβδί εκσφενδονίστηκε προς τους στρατιώτες και ακολούθησαν πυροβολισμοί. Πέντε άνθρωποι σκοτώθηκαν. Ανάμεσά τους ο Κρίσπους Άτακς, ναύτης μικτής καταγωγής, αφροαμερικανικής και ιθαγενικής, ο οποίος θεωρείται το πρώτο θύμα της Αμερικανικής Επανάστασης.
Οι αφηγήσεις για το τι συνέβη ήταν αντιφατικές. Κυκλοφόρησαν έντυπα που μιλούσαν για «μακελειό» και κατηγορούσαν το Στέμμα ότι κατασκεύασε την επανάσταση. Άλλοι υποβάθμιζαν το επεισόδιο ως «γελοία συμπλοκή», παρουσιάζοντας τους πολίτες ως επιθετικούς. Καμία εικόνα, ωστόσο, δεν επηρέασε περισσότερο την κοινή γνώμη από τη χαλκογραφία του Πολ Ρεβέρ. Σε μια σκηνή που βασίστηκε περισσότερο στη φαντασία παρά στην πραγματικότητα, οι Βρετανοί στρατιώτες πυροβολούν κατά πυκνού πλήθους. Όλα τα δεινά ανήκουν στη μία πλευρά· όλη η βία στην άλλη. Δεν υπάρχει ούτε χιονόμπαλα ούτε κοχύλι. (Σε αρκετές εκδοχές, ο Άτακς απεικονίζεται ως λευκός.) Το έργο ήταν τόσο παραπλανητικό, που οι ένορκοι στη δίκη των στρατιωτών έλαβαν εντολή να το αγνοήσουν. Το περιστατικό έδωσε στην πατριωτική παράταξη ηθικό πλεονέκτημα. Ο Σάμιουελ Άνταμς μπορούσε πια να μιλά για «καταπατημένα δικαιώματα». Ποιος, αναρωτιόταν, μπορεί να ισχυριστεί ότι πυροβόλησαν σε αυτοάμυνα, τη στιγμή που μπορούσαν να υποχωρήσουν; (Ήταν ήδη εγκλωβισμένοι στον τοίχο.) Ποιος ξεκίνησε τη βία, οι στρατιώτες ή οι πολίτες;
Ο Άνταμς καθιέρωσε ετήσια επιμνημόσυνη τελετή. Στις 5 Μαρτίου 1771, οι καμπάνες ήχησαν σε όλη τη Βοστώνη και το σπίτι του Ρεβέρ διακοσμήθηκε με διοράματα που απεικόνιζαν αθώους μέσα σε λίμνες αίματος. Ο Τζον Χάνκοκ έκανε το δημόσιο ντεμπούτο του το 1774, καταγγέλλοντας τις «παρανοϊκές αξιώσεις» του Στέμματος και τους «αιμοβόρους δολοφόνους» που είχε στείλει. Όταν μίλησε ο Τζόζεφ Γουόρεν το 1775, οι Βρετανοί είχαν επιστρέψει στη Βοστώνη. Ο Άνταμς συνόδευσε περίπου 40 Βρετανούς αξιωματικούς στα καλύτερα καθίσματα του ναού. Ο Γουόρεν κατακεραύνωσε τη διαφθορά στο Λονδίνο: «Κάποιος δαίμονας πρότεινε να μεταφερθεί όλη η περιουσία των Αμερικανών στα χέρια των Βρετανών». Δήλωσε ότι η ελευθερία αξίζει περισσότερο και από τη ζωή — και πρέπει να προστατεύεται όχι μόνο από τους εχθρούς, αλλά και από τους “φίλους”.
Τρεις μήνες αργότερα, ο Γουόρεν σκοτώθηκε στο πεδίο της μάχης στο Μπάνκερ Χιλ, χτυπημένος στο κεφάλι. Για δύο ακόμη αιώνες, η Βρετανία θα συνέχιζε να στέλνει στρατεύματα για την καταστολή εξεγέρσεων σε όλο τον κόσμο, σχεδόν πάντα με ολέθρια αποτελέσματα. Η Βοστώνη ανέγειρε το 1888 το μνημείο του Κρίσπους Άτακς και των θυμάτων του μακελειού. Οι τελετές συνεχίζονταν μέχρι την ανεξαρτησία· κατόπιν αντικαταστάθηκαν από την 4η Ιουλίου – μια συμβολική επέτειο που εξυψώνει τη σύγκλιση πνευμάτων αντί της ωμής σύγκρουσης. Αυτόν τον μήνα, ο Πρόεδρος Τραμπ ανέπτυξε πάνω από 4.000 στρατιώτες της Εθνοφρουράς και 700 Πεζοναύτες στο Λος Άντζελες. «Θα έχουμε στρατό παντού», δήλωσε, υποσχόμενος να «απελευθερώσει» την πόλη από τους διαδηλωτές, που χαρακτήρισε «ζώα» και «στασιαστές». Αν ο Μπεν Φραγκλίνος δεν ήταν αρκετά σαφής το 1766, ο Τζον Άνταμς ήταν το 1770, υπερασπιζόμενος τους Βρετανούς στρατιώτες στο δικαστήριο: «Εκ της φύσεως των πραγμάτων», παρατηρούσε, «στρατιώτες στρατοπεδευμένοι σε μια πολυπληθή πόλη θα προκαλούν πάντα δύο εξεγέρσεις αντί να αποτρέπουν μία. Είναι αξιοθρήνητοι προστάτες της ειρήνης!»
Cops in full riot gear deployed against protesters in LA demanding an end to deportations pic.twitter.com/p0FynfP8nw
— Party for Socialism and Liberation (@pslnational) June 8, 2025
NYT
