Η αμερικανική εμπορική πολιτική μπαίνει ξανά σε τροχιά σύγκρουσης με τον υπόλοιπο κόσμο. Ο Ντόναλντ Τραμπ, σε μια κίνηση που φέρνει στο νου τις πιο επιθετικές στιγμές της πρώτης του θητείας, άνοιξε και πάλι το κεφάλαιο του «America First» με την απειλή γενικευμένων δασμών σε δεκάδες χώρες, συμπεριλαμβανομένων παραδοσιακών συμμάχων των ΗΠΑ. Με προειδοποίηση που φέρει την ισχύ προεδρικού διατάγματος, ο Αμερικανός πρόεδρος ξεκαθάρισε: όποια χώρα δεν έχει καταλήξει σε εμπορική συμφωνία με την Ουάσιγκτον μέχρι την 1η Αυγούστου, θα βρεθεί αντιμέτωπη με βαριά φορολόγηση των εξαγωγών της. Οι προτεινόμενοι δασμοί ξεκινούν από το 25% και φτάνουν έως το 40% – πλήγμα άνευ προηγουμένου στο παγκόσμιο σύστημα ελεύθερου εμπορίου.
Η αιχμή των μέτρων δεν αφορά χώρες με τις οποίες οι ΗΠΑ έχουν παραδοσιακά εμπορικά ελλείμματα, όπως η Κίνα ή το Βιετνάμ, αλλά εταίρους με μακρά διπλωματική ιστορία, όπως η Ιαπωνία και η Νότια Κορέα. Αμφότερες απειλούνται πλέον με δασμούς 25% επί των εξαγωγών τους, τη στιγμή που πάνω από τα μισά προϊόντα τους ήδη υπόκεινται σε τιμωρητικά μέτρα για την αυτοκινητοβιομηχανία, την τεχνολογία και τον χάλυβα. Η κίνηση αυτή θεωρείται από πολλούς ως παραβίαση της αμοιβαιότητας και της εμπιστοσύνης που στηρίζουν τις διατλαντικές και ασιατικές εμπορικές σχέσεις.
Οι νέες ανακοινώσεις δασμών περιλαμβάνουν:
-
40% για Μιανμάρ και Λάος
-
36% για Καμπότζη και Ταϊλάνδη
-
35% για Μπαγκλαντές
-
30% για Νότια Αφρική και Ινδονησία
-
25% για Μαλαισία, Καζακστάν, Τυνησία κ.ά.
Το επιχείρημα του Λευκού Οίκου είναι σαφές: οι ΗΠΑ έχουν επί χρόνια ανεχθεί ασύμμετρες εμπορικές σχέσεις και ελλείμματα σε βάρος τους. Ο Τραμπ επανέρχεται, λοιπόν, στην αγαπημένη του θεώρηση – πως μόνο με μονομερείς πιέσεις μπορούν να διορθωθούν οι παγκόσμιες ανισορροπίες. Όμως, η αλήθεια είναι πιο περίπλοκη: πολλές από αυτές τις χώρες – ιδίως οι αναπτυσσόμενες – δεν διαθέτουν την πολιτική ή θεσμική ικανότητα να ανταποκριθούν σε εξπρές διαπραγματεύσεις. Η διορία της 1ης Αυγούστου είναι ασυνήθιστα στενή, ειδικά όταν πρόκειται για δεκάδες διαφορετικά διμερή πλαίσια.
Η ανακοίνωση προκάλεσε άμεσο κραδασμό στις χρηματαγορές. Ο δείκτης S&P 500 υποχώρησε κατά 0,8% εν μέσω φόβων για νέο κύμα εμπορικών εντάσεων. Οι επιχειρήσεις παγώνουν επενδύσεις, οι αναλυτές προειδοποιούν για πληθωριστικές πιέσεις και οι εφοδιαστικές αλυσίδες παραμένουν ευάλωτες από το προηγούμενο κύμα εμπορικού αναθεωρητισμού. Παράλληλα, μόνο δύο συμβολικές εμπορικές συμφωνίες έχουν υπογραφεί μέχρι στιγμής – με το Ηνωμένο Βασίλειο και το Βιετνάμ – χωρίς ωστόσο ουσιαστικό περιεχόμενο ή δεσμευτικά κείμενα. Οι υπόλοιπες χώρες, μεταξύ αυτών και η Ινδία, προσπαθούν να αποφύγουν τον εκβιασμό χωρίς να προσφέρουν περισσότερα απ’ όσα μπορούν να διαχειριστούν πολιτικά.
Η εμπορική πίεση προς Ιαπωνία και Κορέα δεν είναι απλώς οικονομική. Επεκτείνεται στις στρατηγικές σχέσεις: οι δύο αυτές χώρες συνεργάζονται στενά με τις ΗΠΑ σε ζητήματα άμυνας, ενέργειας, ημιαγωγών και κρίσιμων πρώτων υλών. Έχουν επενδύσει δισεκατομμύρια σε εργοστάσια και τεχνολογικά πάρκα επί αμερικανικού εδάφους, και αποτελούν βασικούς πελάτες αμερικανικών εξαγωγών – από βοδινό κρέας μέχρι αεροπλάνα. Η πίεση αυτή δείχνει πως, για τον Τραμπ, η εθνική ασφάλεια είναι δευτερεύουσα μπροστά στην οικονομική του ατζέντα. Η χρήση των δασμών ως μοχλού επιρροής μετατρέπει το διεθνές εμπόριο σε εργαλείο πολιτικής εξουσίας.
Το ερώτημα: Αντίβαρο ή αυτοϋπονόμευση;
Όπως παραδέχονται και στελέχη της αγοράς, ακόμη και αν οι χώρες υποχωρήσουν, δεν είναι σαφές τι κερδίζουν. Καμία συμφωνία δεν έχει μέχρι τώρα εξασφαλίσει δασμούς κάτω από 10%, ενώ οι όροι των νέων συμβάσεων είναι ασαφείς. «Αν το αντάλλαγμα για παραχωρήσεις είναι η μονιμοποίηση ενός αμερικανικού βασικού δασμού 10% για όλους, τότε ποιο είναι το κέρδος;» διερωτάται ο Τζέικ Κόλβιν, πρόεδρος του National Foreign Trade Council. Η πραγματικότητα είναι πως η στρατηγική του Τραμπ ενδέχεται να οδηγήσει όχι σε μεγαλύτερη επιρροή, αλλά σε απομόνωση. Οι εταίροι των ΗΠΑ καλούνται να υπογράψουν συμφωνίες υπό απειλή, χωρίς ξεκάθαρα οφέλη και με αντάλλαγμα την αποφυγή τιμωρίας. Ο Ντόναλντ Τραμπ, όπως και στο παρελθόν, χτίζει τον κόσμο που οραματίζεται με τους δικούς του κανόνες: εθνική κυριαρχία πρώτα, δασμοί ως όπλο, πολυμερείς δομές υπό αμφισβήτηση. Αυτός ο κόσμος, όμως, εμπεριέχει κόστος. Και το τίμημα δεν θα το πληρώσουν μόνο οι εξαγωγικές χώρες – αλλά και οι ίδιοι οι Αμερικανοί καταναλωτές. Η 1η Αυγούστου είναι η επόμενη ημερομηνία κρίσης. Όμως, το πραγματικό ερώτημα είναι: αν μπορεί ο πλανήτης να αντέξει έναν δεύτερο εμπορικό πόλεμο, ακριβώς τη στιγμή που προσπαθεί να επουλώσει τις πληγές του πρώτου.