Του Βασίλη Ε. Αλεξανδρή Τις τελευταίες ημέρες οι ιδιοκτήτες ακινήτων έχουν έρθει αντιμέτωποι με την φορολογική δυστοπία του ΕΝΦΙΑ. Ο φόρος κατοχής, που υπό την μορφή του ΕΕΤΗΔΕ ξεκίνησε ως έκτακτος, πλέον έχει λάβει χαρακτηριστικά μονιμότητας. Επί της αρχής, η φορολόγηση της περιουσίας μπορεί μεν να είναι συνταγματικώς ανεκτή, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τηρούνται […]
Του Βασίλη Ε. Αλεξανδρή
Τις τελευταίες ημέρες οι ιδιοκτήτες ακινήτων έχουν έρθει αντιμέτωποι με την φορολογική δυστοπία του ΕΝΦΙΑ.
Ο φόρος κατοχής, που υπό την μορφή του ΕΕΤΗΔΕ ξεκίνησε ως έκτακτος, πλέον έχει λάβει χαρακτηριστικά μονιμότητας. Επί της αρχής, η φορολόγηση της περιουσίας μπορεί μεν να είναι συνταγματικώς ανεκτή, υπό την προϋπόθεση όμως ότι τηρούνται θεμελιώδεις αρχές και κανόνες. Στην τελική του μορφή ο ΕΝΦΙΑ πλήττει ευθέως τον πυρήνα των θεμελιωδών δικαιωμάτων των φορολογουμένων κι επιπλέον προκαλεί αδικαιολόγητη στρέβλωση στην οικονομία, διότι παραγνωρίζει απολύτως την φοροδοτική τους ικανότητα.
Τούτο καθίσταται απολύτως ευκρινές με την φορολόγηση της απρόσοδης ακίνητης περιουσίας. Ο φορολογούμενος καλείται να ανταποκριθεί στην οικονομική αυτή υποχρέωση από τα διαθέσιμα εισοδήματά του, τα οποία μπορεί να είναι ακόμη και μηδενικά ή να υπολείπονται του ορίου της φτώχειας. Ακόμη όμως και στην περίπτωση που ο φορολογούμενος διαθέτει κάποιο εισόδημα, κατ’ ανάγκην αφαιρείται από αυτό ο φόρος εισοδήματος (22% – 45%), η εισφορά αλληλεγγύης (έως 8%), ενώ στην περίπτωση που πρόκειται για ελεύθερο επαγγελματία επιβαρύνεται συγχρόνως με ασφαλιστικές εισφορές, συνολικού ύψους έως και 37,95%. Είναι γνωστό ότι στις επιβαρύνσεις αυτές προστίθενται η φορολόγηση επί τεκμαρτού, δηλαδή ανύπαρκτου εισοδήματος, καθώς και η προκαταβολή φόρου που φθάνει το 100%.
Δεν χρειάζεται ιδιαίτερη ανάλυση για να καταλήξει κανείς στο συμπέρασμα ότι η σωρευτική επιβολή όλων των ανωτέρω βαρών οδηγεί σε πλήρη αφαίμαξη και ανεπίτρεπτη συνταγματικά δήμευση του εισοδήματος.
Μάλιστα, στην περίπτωση που ο οφειλόμενος ΕΝΦΙΑ υπερβαίνει τις εισοδηματικές δυνατότητες και την υφιστάμενη ρευστότητα του φορολογούμενου, η καταβολή του γίνεται κατ’ ανάγκην μέσω της εκούσιας ή της αναγκαστικής εκποίησης της ακίνητης περιουσίας του. Όμως, ένας φόρος επί της περιουσίας που συνεπάγεται τελικά την αφαίρεση της περιουσίας δεν είναι απλώς άδικος, είναι κατά κύριο λόγο παράλογος.
Πέραν των δυσμενών συνεπειών σε βάρος του υπόχρεου, ο ΕΝΦΙΑ έχει αρνητικά πολλαπλασιαστικά αποτελέσματα στην οικονομία. Τούτο διότι μειώνεται το διαθέσιμο εισόδημα και η κατανάλωση και η αξία της ακίνητης περιουσίας υφίσταται καθίζηση. Με τον τρόπο αυτό δημιουργείται ισχυρό αντικίνητρο για την επένδυση στην αγορά ακινήτων. Η σύνδεση, λοιπόν, του ΕΝΦΙΑ με την συρρίκνωση του Α.Ε.Π. της χώρας είναι εξίσου προφανής.
Η ανάσχεση της ανεξέλεγκτης (αυτό)καταστροφικής αυτής πορείας προϋποθέτει τρεις ουσιώδεις θεσμικές αλλαγές: Πρώτον, την ευθεία σύνδεση του φόρου κατοχής της ακίνητης περιουσίας με την φοροδοτική ικανότητα και το διαθέσιμο εισόδημα του φορολογούμενου. Δεύτερον, την καθιέρωση ενός πραγματικά αφορολόγητου ποσού για κάθε φορολογούμενο, που θα ανταποκρίνεται αναλογικά στις ελάχιστες ανάγκες διαβίωσής του. Τρίτον, την επιβεβλημένη πλέον και από το Συμβούλιο της Επικρατείας (ΣτΕ 2333-2336/2016) αναπροσαρμογή των αντικειμενικών αξιών, ώστε να αντανακλούν τις σημερινές, πραγματικές συνθήκες της αγοράς.
Τέλος, ας αναλογιστούμε ποια είναι τα αξιοπρεπή μέσα που πρέπει σήμερα να μετέλθει ο φορολογούμενος για να αντιμετωπίσει την βαρύτατα επαχθή και δυσανάλογη σώρευση βαρών.
Πηγή: www.dsa.gr