Επιτόπια “ανίχνευση” του εδάφους για τη διενέργεια των stress tests του 2018 θα έχει στην Αθήνα ο SSM. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, το κλιμάκιο του SSM θα έχει συναντήσεις με τις διοικήσεις των τεσσάρων συστημικών τραπεζών, προκειμένου αμφότερες οι πλευρές να διαμορφώσουν εικόνα για τις συνθήκες υπό τις οποίες θα διεξαχθούν τα τεστ αντοχής.
H άφιξη του τεχνικού κλιμακίου του SSM, στο διάστημα 28 Νοεμβρίου – 1η Δεκεμβρίου, δεν είναι τυχαία, καθώς συμπίπτει με την προγραμματισμένη εκκίνηση των ηλεκτρονικών πλειστηριασμών στις 29 Νοεμβρίου. Βέβαια, οι τιμές που θα αναδειχθούν από τους πλειστηριασμούς, δεν θα αποκλίνουν σημαντικά από τις τιμές στις οποίες οι τράπεζες έχουν εκτιμήσει την αξία ανάκτησης των ενεχύρων τους.
Αν και ακόμη δεν είναι γνωστή η μεθοδολογία που θα ακολουθήσει η Ευρωπαϊκή Τραπεζική Αρχή, αλλά ούτε και οι παραδοχές της ΕΚΤ για το σενάριο των τεστ αντοχής, οι πληροφορίες του “Κεφαλαίου” αναφέρουν ότι ο SSM κομίζει στις βαλίτσες του ένα ισχυρό “αγχολυτικό” για τις ελληνικές τράπεζες.
Πρόκειται για το όριο του δείκτη των κύριων βασικών ιδίων κεφαλαίων των τραπεζών, ο οποίος θα παραμείνει στο 5,50% ως αναφορά στο δυσμενές σενάριο. Πράγμα που σημαίνει ότι το “δίχτυ ασφαλείας” για την κεφαλαιακή πτώση των τραπεζών επιτρέπει, ακόμη και μεγαλύτερες κεφαλαιακές απώλειες από το τεστ αντοχής. Οι τράπεζες ανησυχούσαν ότι το κατώτατο όριο για τον δείκτη Core Tier 1, στο δυσμενές σενάριο, θα διαμορφωνόταν υψηλότερα του 5,50%, αλλάζοντας επί τα χείρω τα δεδομένα για τις τράπεζες. “Τώρα, με την παραμονή του δείκτη στο 5,50%, οι τράπεζες μπορούν να πέσουν ακόμη και στο 7%, χωρίς να υπάρξει πρόβλημα, κάτι που δεν θα συνέβαινε αν το ελάχιστο όριο του CET 1 καθοριζόταν υψηλότερα του 5,50%”, αναφέρεται χαρακτηριστικά στο “Κ”.
Πιο απλά, ο SSM επιδιώκει οι ανάγκες σε νέα κεφάλαια που αναμένεται να αναδείξουν τα επικείμενα stress tests για τις ελληνικές τράπεζες, να είναι διαχειρίσιμες σε ορίζοντα πενταετίας. Διαφορετικά, χωρίς “ήπια” εξέλιξη από τα stress tests για τις τράπεζες, οι τελευταίες κινδυνεύουν να βρεθούν σε νέα κατάσταση limbo, με ό,τι αυτό μπορεί να σημαίνει για τη χρηματοδότηση της οικονομίας και τη δυνατότητα άρσης των capital controls.
Οι υπολογισμοί των τραπεζών
Σύμφωνα με τις πληροφορίες του “Κ”, οι τράπεζες υπολογίζουν το εύρος των νέων κεφαλαιακών αναγκών που θα αναδειχθούν από τα επερχόμενα stress tests, στα 3-4 δισ. ευρώ.
Σε περίπου 500-650 εκατ. ευρώ υπολογίζεται η κεφαλαιακή ζημία που μπορεί να προκύψει από τους εν εξελίξει ελέγχους του SSM στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τραπεζών.
Οι έλεγχοι αυτοί έχουν ολοκληρωθεί για την Εθνική Τράπεζα και την Alpha Bank, ενώ για τη Eurobank και την Τράπεζα Πειραιώς έχει ξεκινήσει η αποστολή στοιχείων και ο επιτόπιος έλεγχος, σύμφωνα με τις πληροφορίες, θα ξεκινήσει στις 11 Δεκεμβρίου και τα αποτελέσματά του θα γνωστοποιηθούν στις τράπεζες στα μέσα Μαρτίου 2018. Όπως είχε αποκαλύψει το “Κ”, οι έλεγχοι του SSM στα δανειακά χαρτοφυλάκια των τεσσάρων συστημικών τραπεζών εστιάζουν στην αποτελεσματικότητα των ρυθμίσεων μη εξυπηρετούμενων δανείων.
To “πακέτο” των πρόσθετων κεφαλαιακών αναγκών για τις τράπεζες περιλαμβάνει και τις εκτιμήσεις για την επίπτωση που θα έχει η εφαρμογή του λογιστικού προτύπου IFRS 9. Το νέο λογιστικό πρότυπο που θα ισχύσει από 1/1/2018, επιβάλλει στις τράπεζες να υπολογίζουν τον πιστωτικό κίνδυνο και να σχηματίζουν τις αναλογούσες προβλέψεις, στη βάση των πιθανών μελλοντικών ζημιών και όχι στη βάση των ζημιών που έχουν πραγματοποιηθεί.
Όπως έχει γράψει το “Κ”, ο “λογαριασμός” του IFRS 9 αναμένεται να διαμορφωθεί από τις τράπεζες στα 6 δισ. ευρώ, δηλαδή στο ανώτερο επίπεδο του εξαρχής εκτιμώμενου εύρους των 4-6 δισ. ευρώ. Και αυτό προκειμένου οι τράπεζες να μπορέσουν να κινηθούν πιο άνετα στο μέτωπο δραστικών λύσεων για τα “κόκκινα” δάνεια, δεδομένου ότι θα έχουν τη δυνατότητα απόσβεσης της ζημίας από τις πρόσθετες προβλέψεις σε βάθος πενταετίας.
Οι τράπεζες υπολογίζουν τις νέες κεφαλαιακές τους ανάγκες γύρω στα 9-10 δισ. ευρώ, ένα ποσό που θα πρέπει να καλύψουν με σειρά δράσεων που θα περιλαμβάνονται σε capital plans. Οι δράσεις αυτές θα αφορούν από την πώληση όσων θυγατρικών εξωτερικού και εσωτερικού του μη χρηματοοικονομικού τομέα έχουν απομείνει, μέχρι τη μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων, τη μείωση των προβλέψεων και κυρίως την αύξηση του PPI, δηλαδή των προ προβλέψεων εσόδων. Τα πλάνα αυτά θα πρέπει να υποβληθούν στον SSM και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή Ανταγωνισμού, το αργότερο μέχρι τον Αύγουστο του 2018, οπότε λήγει το ελληνικό πρόγραμμα προσαρμογής.