Ένας Ρώσος πρώην αστυνομικός, καταδικασμένος ήδη επειδή σκότωσε 22 γυναίκες, εμφανίσθηκε ενώπιον της δικαιοσύνης για άλλους 59 φόνους που μπορεί να τον καταστήσουν τον πιο αιματοβαμμένο κατά συρροή δολοφόνο της πρόσφατης ιστορίας της Ρωσίας.
Ο πρώην αστυνομικός Μιχαήλ Ποπκόφ, 53 ετών, εκτίει ήδη ποινή ισόβιας κάθειρξης επειδή βίασε και σκότωσε 22 γυναίκες στην πόλη Ανγκάρσκ της Σιβηρίας, αφού προηγουμένως τις είχε παραπλανήσει ώστε να μπουν μέσα στο αστυνομικό αυτοκίνητό του.
Μια νέα δίκη, η πρώτη ακροαματική συνεδρίαση της οποίας πραγματοποιήθηκε σήμερα κεκλεισμένων των θυρών, πρόκειται να κρίνει αν είναι ένοχος για άλλους 59 φόνους.
Επονομασθείς «ο μανιακός του Ανγκάρσκ», ο αστυνομικός, ο οποίος έφυγε από την αστυνομία το 1998, εγκατέλειπε τα θύματά του –πόρνες, αλλά και μητέρες οικογένειας– μέσα σε δάση, σε κοιμητήρια ή στην άκρη δρόμων. Δύο γυναίκες είχαν καταφέρει να επιζήσουν των επιθέσεων του Μιχαήλ Ποπκόφ, παρά τα σοβαρά τραύματά τους.
Έτσι διάλεγε και σκότωνε τα θύματά του
Οι ερευνητές εντόπισαν τον δράστη το 2012, αφού έκαναν αναλύσεις DNA μεταξύ των κατοίκων που διαθέτουν αυτοκίνητο με ελαστικά που αντιστοιχούσαν στα ίχνη που υπήρχαν στους τόπους των εγκλημάτων.
Ο πρώην αστυνομικός έβαζε στόχο γυναίκες που βρίσκονταν σε κατάσταση ευθυμίας ή ζούσαν ζωή την οποία θεωρούσε «ανήθικη», και τις σκότωνε με τσεκούρι ή σφυρί, αφηγήθηκε τον Δεκέμβριο στον ενημερωτικό ιστότοπο Meduza.
«Πρόκειται για έναν μανιακό, έχει μια ανεξέλεγκτη επιθυμία να διαπράττει φόνους», διέγνωσε ο ερευνητής Εβγκένι Καρτσέβσκι, τον οποίο επικαλείται ο Meduza, διευκρινίζοντας ότι ο φονιάς θεωρείται εντούτοις ότι είναι πλήρως υπεύθυνος για τους φόνους.
Ο 53χρονος Ποπκόφ ήταν πρωταθλητής του σκι στα νιάτα του και παντρεμένος με μια κόρη όταν άρχισε στις αρχές της δεκαετίας του ‘90 να εργάζεται ως ενωματάρχης στο Ανγκάρσκ, μια πόλη 200.000 κατοίκων στην κεντρική Σιβηρία.
Αν και οι ενέργειές του έκαναν τους επιθεωρητές να αμφιβάλλουν για την ψυχική του υγεία, οι εκτεταμένες ψυχιατρικές εξετάσεις στις οποίες υποβλήθηκε στη Μόσχα έδειξαν ότι ο Ποπκόφ δεν έπασχε από κάποια «μόνιμη ή προσωρινή» μορφή ψυχικής ασθένειας και «είχε πλήρη επίγνωση της φύσης και της κοινωνικής ζημιάς των ενεργειών του.»
Σύμφωνα με το πόρισμα ο Ποπκόφ πάσχει από «δολοφονική μανία με σαδιστικές τάσεις».
Σε συνεντεύξεις που έδωσε μετά τη σύλληψή του ο Ποπκόφ είπε ότι άρχισε τη δολοφονική του δράση επειδή τον απάτησε η γυναίκα του μ’ ένα συνάδελφό του κι «ήθελε να τιμωρήσει “χαλαρές” γυναίκες».
Η σύζυγος κι η κόρη του, που άλλαξαν τα ονόματά τους και μετακόμισαν σ’ άλλη περιοχή, είπαν στην τηλεόραση ότι δεν είχαν την παραμικρή υποψία για τις ενέργειές του.
Αν κριθεί ένοχος γι’ αυτούς τους 81 φόνους, που πραγματοποιήθηκαν από το 1992 έως το 2010, ο Ποπκόφ θα σπάσει το «ρεκόρ» δύο άλλων κατά συρροή δολοφόνων που είναι οι γνωστότεροι της Ρωσίας, του Αντρέι Τσικατίλο, ο οποίος εκτελέσθηκε το 1994 για τους φόνους 53 εφήβων και παιδιών, και του Αλεξάντρ Πιτσούσκιν, ο οποίος καταδικάσθηκε το 2007 σε ισόβια κάθειρξη.