Σε ιστορική καμπή για την πολιτική ασύλου στην Ελλάδα βρίσκονται οι αρχές, καθώς εκδόθηκαν οι πρώτες απορριπτικές αποφάσεις για αιτούντες άσυλο από τη Συρία, μετά την πτώση του καθεστώτος Άσαντ και τη σταδιακή ομαλοποίηση της κατάστασης στη Δαμασκό. Πρόκειται για μία σαφή αλλαγή στάσης που δρομολογεί νέο καθεστώς επανεξέτασης και ενδεχόμενης ανάκλησης ακόμη και ήδη χορηγημένων προσφυγικών καθεστώτων. Η έκρηξη του εμφυλίου το 2011 είχε οδηγήσει τη χώρα σε άνευ προηγουμένου ροές Σύρων προσφύγων, με την Ελλάδα να χορηγεί πάνω από 147.000 καθεστώτα ασύλου. Ωστόσο, έξι μήνες μετά τη μετάβαση εξουσίας στη Συρία, η Αθήνα επαναξιολογεί τις συνθήκες. Οι πρώτες απορρίψεις βασίζονται σε συγκεκριμένα προφίλ αιτούντων: μονήρεις άνδρες, σουνίτες, χωρίς ευαλωτότητες, με συγγενείς ή υποστηρικτικό περιβάλλον στη Δαμασκό. Στις περιπτώσεις αυτές, το υπουργείο κρίνει ότι δεν συντρέχει πλέον κίνδυνος δίωξης που να θεμελιώνει διεθνή προστασία.
Αμέσως μετά την πολιτική αλλαγή στη Συρία, η Ελλάδα είχε αναστείλει προσωρινά την αξιολόγηση των συριακών αιτημάτων, αναμένοντας πληρέστερη εικόνα για την κατάσταση στο εσωτερικό της χώρας. Έως τότε, απορριπτικές αποφάσεις εκδίδονταν μόνο για πρόσωπα επικίνδυνα για τη δημόσια ασφάλεια ή με ποινικά μητρώα. Πλέον, όπως δηλώνει ο υπουργός Μετανάστευσης, «η Ελλάδα δεν θα ανεχθεί κατάχρηση της Διεθνούς Προστασίας», εφαρμόζοντας αυστηρή αλλά δίκαιη πολιτική. Πηγές του υπουργείου επισημαίνουν πως ξεκινά σταδιακή επανεξέταση όλων των προσφυγικών καθεστώτων που έχουν χορηγηθεί σε Σύρους, προκειμένου να διαπιστωθεί αν εξακολουθούν να ισχύουν οι λόγοι προστασίας. Αν όχι, οι σχετικές αποφάσεις θα ανακαλούνται και θα δρομολογείται η επιστροφή.
Η Ελλάδα γίνεται έτσι το δεύτερο κράτος-μέλος της Ε.Ε., μετά την Κύπρο, που εφαρμόζει τέτοια πολιτική. Στο εσωτερικό, ετοιμάζεται ήδη νέο νομοσχέδιο για τη μετανάστευση, που αναμένεται να ενισχύσει θεσμικά τη στροφή προς αυστηρότερο έλεγχο αιτήσεων και καθεστώτων ασύλου. Παρά τις εξελίξεις, σήμερα περίπου 5.600 Σύροι παραμένουν σε δομές του εθνικού συστήματος υποδοχής, αποτελώντας -μαζί με τους Αφγανούς– την πολυπληθέστερη ομάδα αιτούντων. Οι προσεγγίσεις όμως αλλάζουν: η ελληνική πολιτεία δεν θεωρεί πλέον δεδομένη τη χορήγηση προστασίας βάσει εθνικότητας, αλλά εξετάζει ενδελεχώς τα προσωπικά δεδομένα κάθε φακέλου.