Κώστας Πάσσαρης σήμερα: Την επιστροφή του στην Ελλάδα ζητά ο Κώστας Πάσσαρης, καθώς με δήλωσή του στον ANT1 αναφέρει ότι επιθυμεί να δικαστεί στη χώρα μας.
Κώστας Πάσσαρης σήμερα: Ο Κώστας Πάσσαρης δήλωσε από τις φυλακές της Ρουμανίας στις οποίες κρατείται ότι θέλει να έρθει στην Ελλάδα να δικαστεί και να εκτίσει το υπόλοιπο της ποινής του. Ο Πάσσαρης, που βαρύνεται με κατηγορίες για ανθρωποκτονία, απόπειρες ανθρωποκτονίες, αρπαγή και ληστείες, θα δικαστεί στις 2 Δεκεμβρίου σε δεύτερο βαθμό στο Μικτό Ορκωτό Εφετείο. «Θέλω να είμαι παρών στη δίκη μου που θα γίνει τον Δεκέμβριο. Θέλω να επιστρέψω στην Ελλάδα. Να εκτίσω σε ελληνική φυλακή το υπόλοιπο της ποινής μου», δήλωσε στον ΑΝΤ1 μιλώντας από τη φυλακή στη Ρουμανία. Ο δικηγόρος του, Ανδρέας Ταγαράκης, δήλωσε ότι σκοπεύει τις επόμενες ημέρες να αιτηθεί να κληθεί ο Κώστας Πάσσαρης ώστε να παραστεί και ο ίδιος στο δευτεροβάθμιο δικαστήριο. Πρόσθεσε ότι θα τεθούν υπόψη του δικαστηρίου κάποια στοιχεία, κάνοντας λόγο για άριστη διαγωγή του βαρυποινίτη στις φυλακές Ρουμανίας.
Η αδελφή του Διονύση Αλεβιζόπουλου, αστυνομικού που σκότωσε ο Πάσσαρης, ξέσπασε λέγοντας ότι θέλει να τελειώσει επιτέλους αυτή η υπόθεση και εξέφρασε τον φόβο της παραγραφής. «Πέρασαν σχεδόν 20 χρόνια και δεν έχει τελειώσει αυτή η κατάσταση. Κάθε φορά που γίνονται αυτά τα γεγονότα, είναι σαν να συνέβη σήμερα. Θέλω να τελειώσει, να δικαστεί ο Πάσσαρης για την ψυχή του αδελφού μου. Να έρθει στην Ελλάδα να δικαστεί. Κοντεύει να παραγραφεί», δήλωσε στον ΑΝΤ1 η Γιώτα Αλεβιζοπούλου. Όσο για το γεγονός ότι ο Πάσσαρης δηλώνει μετανιωμένος, εκείνη είπε: «Δεν νομίζω ότι έχει μετανιώσει. Μακάρι, αλλά δεν το νομίζω».
Δείτε ΕΔΩ το βίντεο του ΑΝΤ1
Κώστας Πάσσαρης: Αναμορφωτήριο και φυλακή
Γεννήθηκε στην Αθήνα, στις 9 Μαρτίου 1975. Ο πατέρας του ήταν Έλληνας, με καταγωγή από τις Κυκλάδες, ενώ η μητέρα του ήταν Ρουμάνα. Από παιδί είχε παραβατική συμπεριφορά. Σε ηλικία 15 ετών οδηγήθηκε στο αναμορφωτήριο για έξι μήνες, όταν η Αστυνομία βρήκε κλεμμένα αντικείμενα στο σπίτι του μετά από καταγγελίες. Μόλις βγήκε από το αναμορφωτήριο, συνελήφθη εκ νέου για επαιτεία. Όταν υπηρετούσε την στρατιωτική του θητεία, κατηγορήθηκε για κλοπές μέσα κι έξω από το στρατόπεδο. Στις αρχές του 1995 συνελήφθη από την Στρατονομία και κλείστηκε στις στρατιωτικές φυλακές στην Αυλώνα, από όπου όμως κατάφερε να αποδράσει. Κηρύχθηκε λιποτάκτης.
Τότε άρχισε να προβαίνει σε ένοπλες ληστείες και διαρρήξεις. Τελικά η αστυνομία κατάφερε να τον συλλάβει στα τέλη του 1996, μετά από περιπετειώδη καταδίωξη, αφού είχε ληστέψει μία γυναίκα έξω από τον σταθμό του Ηλεκτρικού στην Καλλιθέα.
Εξέτισε την ποινή του στις φυλακές Κασσάνδρας στην Χαλκιδική. Εκεί γνωρίσθηκε με τον Ρουμάνο κατάδικο Nικολάε Γκόρεα, με τον οποίο έγιναν στενοί φίλοι. Ο Πάσσαρης και ο Γκόρεα αποφυλακίσθηκαν μαζί το 1999 και μαζί με έναν άλλον Ρουμάνο, τον Ίον Βασίλι, ξεκίνησαν εκ νέου τις ληστείες. Την περίοδο 1999–2000 οι τρεις τους πραγματοποίησαν σειρά ένοπλων ληστειών σε ξενοδοχεία, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και ταξιδιωτικά γραφεία στο κέντρο της Αθήνας.
Τα αντίποινα, οι τρεις δολοφονίες και μία ακόμη απόπειρα
Στις 19 Φεβρουαρίου 2000 οι τρεις ληστές εντοπίστηκαν από την αστυνομία στην Πλατεία Βάθης. Ακολούθησε ανταλλαγή πυροβολισμών με αποτέλεσμα να τραυματισθούν δύο αστυνομικοί και να σκοτωθεί ο Ίον Bασίλι. Ο Πάσσαρης και ο Γκόρεα κατάφεραν να διαφύγουν. Ο Πάσσαρης μετά τη συμπλοκή είχε τηλεφωνήσει στον τηλεοπτικό σταθμό Alpha και είχε απειλήσει την αστυνομία με αντίποινα, δηλώνοντας, «θα σκοτώσω τρεις αστυνομικούς για να εκδικηθώ».
Τρεις ημέρες αργότερα η Ασφάλεια Αττικής καταφέρνει και συλλαμβάνει τον Πάσσαρη στην Πλατεία Αμερικής. Πάνω του είχε ένα πιστόλι και μια χειροβομβίδα. Το ίδιο απόγευμα, αστυνομικοί σκοτώνουν τον Νικολάε Γκόρεα σε ένοπλη συμπλοκή στην Πετρούπολη, αφού πρώτα είχε αρνηθεί να παραδοθεί. Έτσι, και οι δύο φίλοι και συνεργοί του Πάσσαρη ήταν πλέον νεκροί από τα πυρά αστυνομικών. Ο Πάσσαρης οδηγήθηκε στις φυλακές Κορυδαλλού.
Στον Κορυδαλλό ο Πάσσαρης ήταν από τους πιο δύσκολους και απείθαρχους κρατούμενους. Ο γνωστός αρχιφύλακας του Κορυδαλλού και για πολλά χρόνια πρόεδρος της Ομοσπονδίας Σωφρονιστικών Υπαλλήλων, Αντώνης Αραβαντινός, θυμάται τον Πάσσαρη…
Έλεγα να σε σκοτώσω
«Δύσκολο παιδί, πολύ δύσκολο. Από τους Έλληνες κρατούμενους, ο πιο δύσκολος. Ο Πάσσαρης ήταν οπαδός του πρωτογενούς δικαίου, δηλαδή της αυτοδικίας. Είχε μια τάση να ιδεολογικοποιεί την παραβατικότητά του, το είχε ανάγκη ως άλλοθι. Διάβαζε ‘Πραγματεία περί Βίας’, ‘Αφήγηση ενός Ναυαγού’, Τσόμσκι. Τον έφαγε κι αυτόν η κόκα. Μ’ έβαλε στο μάτι. Έστειλε τον Ραντουκάνου σπίτι μου. Μόλις πήγα να παρκάρω στην πυλωτή, τον κατάλαβα γιατί πήγε να κρυφτεί, βγήκα έρποντας από πίσω του και τον σημάδεψα με το πιστόλι. Έχω απέχθεια στα όπλα, αλλά λέω ας ρίξω μία αν χρειαστεί, μην πάω και ατουφέκητος. Ο Ραντουκάνου μου τα είπε όλα και τον άφησα να φύγει. Δεν ήξερα αν έκανα καλά. Την επόμενη μέρα, ο Πάσσαρης ζήταγε ακρόαση στο γραφείο μου. Δεν τον δέχτηκα και πήγα εγώ στο κελί του. Μου είπε, ‘ευτυχώς που έγινες φύλακας και δεν έγινες παράνομος. Έλεγα να σε σκοτώσω, αλλά άφησες το φίλο μου να φύγει, άρα τώρα, θα σκοτώσω εγώ όποιον σε πειράξει».
Ο Φυσέκης τα κατάφερε
Μετά από παράπονά του για κρίσεις επιληψίας, στις 7 Φεβρουαρίου 2001 το αρμόδιο δικαστικό συμβούλιο ενέκρινε τη μεταγωγή του Πάσσαρη στο νοσοκομείο, σε συνεννόηση με το Τμήμα Μεταγωγών της Αστυνομίας. Στις 16 του ίδιου μήνα δύο αρχιφύλακες του Τμήματος Μεταγωγών, οι Aθανάσιος Δρακόπουλος και Διονύσιος Aλεβιζόπουλος και ο σωφρονιστικός υπάλληλος του Υπουργείου Δικαιοσύνης Ανδρέας Φυσέκης ανέλαβαν να συνοδεύσουν τον Πάσσαρη από τις φυλακές Κορυδαλλού στο Γ. Γεννηματάς: Γενικό Νοσοκομείο Αθήνας. Άγνωστο πως, ο Πάσσαρης είχε καταφέρει να προμηθευτεί ένα πιστόλι. Με την είσοδό στο νοσοκομείο, και ενώ φορούσε χειροπέδες, κατάφερε με γρήγορες κινήσεις να πυροβολήσει και να σκοτώσει τους δύο αστυνομικούς, καθώς και να τραυματίσει σοβαρά τον Φυσέκη, ο οποίος τελικά κατάφερε να επιζήσει.
Σύμφωνα με την διήγηση του Φυσέκη: «Πήγαινα μπροστά για τις πληροφορίες. Πίσω μου ακολουθούσαν ο κρατούμενος και οι δύο αρχιφύλακες. Ξαφνικά ακούω μπαμ-μπαμ, γυρνάω· είδα τον κρατούμενο να στρέφει πάνω μου ένα όπλο φορώντας χειροπέδες. Μετά δέχτηκα τις σφαίρες και δεν θυμάμαι τίποτα άλλο.». Ο Πάσσαρης δραπέτευσε, εκμεταλλευόμενος την σύγχυση και τον πανικό, και συνέχισε την εγκληματική του δράση με νέες ληστείες, αλλά και με την δολοφονία της Βουλγάρας σεξεργάτριας, Μπλάνκα Σλάβτσεβα.
Η παραίτηση του αρχηγού της ΕΛΑΣ
Τον Ιούλιο του 2001 αστυνομικοί έκαναν έφοδο σε διαμέρισμα στον Νέο Κόσμο, στην οδό Ιππάρχου 52-54, όπου – σύμφωνα με πληροφορίες της Ασφάλειας Αττικής – υπήρχαν όπλα, χειροβομβίδες, ασύρματοι, λίστες με τις συχνότητες της Αστυνομίας και ναρκωτικά. Οι αστυνομικοί συνέλαβαν επί τόπου τον Δημήτρη Πολυδωρόπουλο, πρώην κρατούμενο των φυλακών. Κατά τη διάρκεια της ανάκρισης προέκυψαν στοιχεία ότι ο Πολυδωρόπουλος, όχι μόνο υπήρξε συγκρατούμενος του Πάσσαρη, αλλά ήταν και κατά περίσταση συγκάτοικοι σε εκείνο το ίδιο διαμέρισμα. Τότε παρουσιάστηκε μια μοναδική ευκαιρία σύλληψης του Πάσσαρη.
Τελικά στις 31 Ιουλίου του 2001, σε μια γιγαντιαία επιχείρηση, δεκάδες αστυνομικοί πήραν θέση στους δρόμους γύρω από την πολυκατοικία, ενώ επτά άνδρες των ΕΚΑΜ περίμεναν τον Πάσσαρη μέσα στο διαμέρισμα. Ο Πάσσαρης γύρισε το κλειδί στην πόρτα για να μπει. Η βιασύνη των αστυνομικών, που του φώναξαν «ακίνητος» πριν μπει μέσα, του έδωσε την ευκαιρία να αποδράσει, παρά το γεγονός ότι μια σφαίρα ενός αστυνομικού τον τραυμάτισε στο πόδι.
Μετά την αποτυχία της επιχείρησης, παραιτήθηκε ο αρχηγός της Ελληνικής Αστυνομίας, αντιστράτηγος Ιωάννης Γεωργακόπουλος.
Η φυλάκιση στην Ρουμανία και η μεταμέλεια
Ο Πάσσαρης βγήκε από την Ελλάδα τον Σεπτέμβριο του 2001 με πλαστό διαβατήριο και κατέφυγε στην Ρουμανία, συνεχίζοντας τις ληστείες. Τα ξημερώματα της 25ης Nοεμβρίου του 2001, κατά τη διάρκεια μιας ληστείας σε ανταλλακτήριο συναλλάγματος στο Βουκουρέστι, σκότωσε τον ιδιοκτήτη κι έναν υπάλληλο και αφαίρεσε 16.000 δολάρια. Η ρουμανική αστυνομία, σε συνεργασία με την ελληνική, συνέλαβε έναν συνεργό του, εμπλεκόμενο σε κυκλώματα μαστροπείας,ο οποίος τους οδήγησε στον Πάσσαρη, τον οποίο συνέλαβαν με έφοδο. Αφού συνελήφθη και παρέμεινε υπόδικος για αρκετούς μήνες, τελικά οδηγήθηκε σε δικαστήριο του Bουκουρεστίου και του επιβλήθηκε η ποινή της ισόβιας κάθειρξης για τη ληστεία και τη διπλή ανθρωποκτονία στο ανταλλακτήριο του Βουκουρεστίου. Μέχρι σήμερα κρατείται στις ρουμανικές φυλακές της Κραϊόβα.
Έκτοτε κρατείται στην Ρουμανία, σε ένα ειδικά διαμορφωμένο κελί. Ωστόσο, τα τελευταία χρόνια δηλώνει μεταμέλεια και μάλιστα έχει αναπτύξει έντονο θρησκευτικό αίσθημα. Θέλει, κατά δική του δήλωση, να ζήσει στο Άγιον Όρος ως μοναχός.
Ο ίδιος αναφέρει σε πρόσφατη συνέντευξή του ότι: «Με το διάβασμα άρχισα να αντιλαμβάνομαι διαφορετικά πράγματα. Θυμάμαι που ήμουν μόνος στο κελί μου και έγραφα την εξομολόγησή μου σε τρεις ολόκληρες σελίδες. Διαβάζοντας τις λοιπόν συνειδητοποίησα πως εάν είχες έναν φίλο που έκανε αυτά τα πράγματα δε θα ήθελες να ήταν φίλος σου. Και το δεύτερο που συνειδητοποίησα: ότι ο κόσμος θα ήταν καλύτερος εάν δεν είχα γεννηθεί».