Ελληνικό μέλι: Το μέλι όταν μπαίνει στον οργανισμό αναγνωρίζεται ως «βιολογικό προϊόν» και η γλυκόζη που απορροφάται στο αίμα γίνεται με μέτρο.
Ελληνικό μέλι: Ποιός δεν έχει γευτεί το αυτό το διαμάντι της φύσης που μας προσφέρουν απλόχερα οι μέλισσες; Το μέλι είναι ένα υλικό που μπορεί να χρησιμοποιηθεί παντού, στο πρωινό μας, το μεσημεριανό σε συνδιασμό με κάποια πρωτείνη, στις σαλάτες ακόμα και σε φρούτα και παιδικά γεύματα. Όλες οι μητέρες δίνουν από πολύ νωρίς στα παιδιά τους, καθώς οι ιδιότητες του μελιού και ειδικά του ελληνικού, το οποίο βγαίνει από πολλά και διαφορετικά είδη φυτών και δέντρων, είναι απίστευτα ευεργετικές για τον οργανισμό. Σε έρευνα του το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης εξέτασε 48 διαφορετικά ελληνικά μέλια και το αποτέλεσμα ήταν εκπληκτικό!
Η έρευνα έδειξε ότι η δράση του ελληνικού μελιού στον ανθρώπινο οργανισμό είναι ευεργετική. Για την έρευνα συλλέχθηκαν 48 δείγματα μελιού από όλη την Ελλάδα και από όλες τις ανθοφορίες, και κανείς δεν περίμενε ότι η σύνθεση τους κρύβει τόσες ιδιότητες καλύτερες ακόμα και από τα πολυδιαφημισμένα μέλια του εξωτερικού όπως π.χ. το manuka!
Ελληνικό μέλι: Οι αντιοξειοδοτικές του ιδιότητες
Στην έρευνα συμμετείχαν μέλι βελανιδιάς, πεύκου, ελάτου, καστανιάς, πορτοκαλιάς, θυμαριού και για όλα υπήρχε κάτι ξεχωριστό, που σύμφωνα με τους καθηγητές είχαν τρομερή αντιοξειοδοτική δράση και μπορούσαν με απίστευτη αποτελεσματικότητα να καταπολεμήσουν τις ελεύθερες ρίζες και τον εκφυλισμό των κυττάρων που προκαλούν το καρκίνο. Σπάνια ευρήματα λοιπόν για το Ελληνικό μέλι! Επίσης αυτές οι αντιοξειοδοτικές ιδιότητες δημιουργούσαν στον οργανισμό τη δυνατότητα να τον υπερφορτώσουν με αμυντικούς μηχανισμούς για όλες τις ασθένειες. Η γλυκόζη και η φρουκτόζη στο μέλι είναι στην πιο απλή τους μορφή. Τόσο εύπεπτες για τον οργανισμό που μπορούν να κάνουν ένα πραγματικό θαύμα. Δεν υπάρχει ουδεμία σχέση με τη ζάχαρη που καταστρέφει τα όργανα και την εύρυθμη λειτουργία τους. Το μέλι όταν μπαίνει στον οργανισμό, αναγνωρίζεται ως «βιολογικό προϊόν» και η γλυκόζη που απορροφάται στο αίμα γίνεται με μέτρο (παίρνει όση έχει ανάγκη ο οργανισμός) και όχι ανεξέλεγκτη όπως συμβαίνει με τη ζάχαρη.