Είναι συνηθισμένο σχήμα να προσπαθούμε να κατανοήσουμε την Επανάσταση του 1821 ως νομοτελειακή κατάληξη των μετασχηματισμών που προηγήθηκαν εντός του οθωμανικού κράτους, σε συνάρτηση πάντα με τη λεγόμενη παρακμή της οθωμανικής αυτοκρατορίας. Ωστόσο, τα συγκεκριμένο σχήμα είναι τουλάχιστον μηχανιστικό και δεν ταιριάζει και πολύ με τα εμπειρικά δεδομένα που έχουμε πλέον στη διάθεσή μας. Γεγονός πάντως είναι πως ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας δεν ξέσπασε ούτε αυθόρμητα, ούτε αιφνιδιαστικά, όπως οι περισσότεροι νομίζουμε. Αντίθετα, υπήρξε προϊόν πολύχρονης προετοιμασίας και συγκεκριμένης στοχοθεσίας, άσχετα αν τα σχέδια αυτά δεν ευδοκίμησαν ή τουλάχιστον δεν εκπληρώθηκαν με τον τρόπο και την έκταση, που τα είχαν συλλάβει οι εμπνευστές τους.
Ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα για να κατανοήσουμε τη θεώρηση αυτή είναι η Φιλική Εταιρεία και ο τρόπος με τον οποίο διείσδυσε ή δεν μπόρεσε να διεισδύσει στις κοινωνικές ομάδες που κατείχαν την εξουσία και θα μπορούσαν να ηγηθούν στον αγώνα. Στη Φιλική Εταιρεία, λοιπόν, δεν συμμετείχαν ούτε οι μεγάλοι ιεράρχες, ούτε οι μεγάλοι έμποροι, ούτε οι σπουδαίοι λόγιοι, ούτε οι μεγάλες οικογένειες των Φαναριωτών. Καμία από τις ομάδες που είχαν στα χέρια τους την οικονομική, κοινωνική και πολιτική εξουσία επί των χριστιανικών πληθυσμών δεν πήρε μέρος στην οργάνωση του πολέμου, με την εξαίρεση ίσως κάποιων μελών ήσσονος σημασίας.
1821 Ελλάδα ελίτ: Κάποια παραδείγματα
Για παράδειγμα οι Υψηλάντηδες, ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος ή ακόμη και ο Θεόδωρος Νέγρης δεν συνιστούν αντιπροσωπευτικά δείγματα της φαναριώτικης αριστοκρατίας που νεμόταν την εξουσία. Αντιθέτως, μάλλον ανήκαν στις οικογένειες που είχαν παραγκωνιστεί από τη νομή της. Αναλογικά, και οι εκπρόσωποι της Εκκλησίας που συμμετείχαν στη Φιλική Εταιρεία ανήκαν σε τοπικής εμβέλειας ομάδες, ενώ ίσως οι πιο εντυπωσιακά απόντες ήταν οι μεγαλέμποροι και οι λόγιοι.
Οι δυσαρεστημένες ελίτ
Έτσι στην οργάνωση του πολέμου φαίνεται ότι συμμετέχουν οι δυσαρεστημένοι ή παραγκωνισμένοι των κοινωνικών ομάδων που βρίσκονται στην εξουσία. Αυτό με την εξαίρεση των Πελοποννησίων και ορισμένων προκρίτων νησιωτών, οι οποίοι και αυτοί από την πλευρά τους βρέθηκαν υπό πίεση. Όσον αφορά στους ενόπλους πάλι, φαίνεται πως συμμετέχουν εκείνοι που βρίσκονταν περιθωριοποιημένοι. Για να το θέσουμε διαφορετικά, η προετοιμασία του Αγώνα δεν παραπέμπει σε μαζική συμμετοχή, ούτε και σε πρωτοβουλίες κοινωνικών ομάδων που συμμετείχαν στη διαχείριση της οθωμανικής εξουσίας. Το τελευταίο είναι μάλλον εύλογο, καθώς οι τελευταίες δεν είχαν κανένα λόγο να κινητοποιηθούν εναντίον ενός καθεστώτος που αναδείκνυε την ισχύ και τα συμφέροντά τους.
Η γεωγραφική εξάπλωση ως επιβεβαίωση
Η προετοιμασία, επομένως, του Αγώνα υπήρξε μια περιορισμένων διαστάσεων πρωτοβουλία, που κατάφερε να δημιουργήσει τις συνθήκες για πόλεμο και να εκβιάσει τρόπον τινά την έναρξή του. Το γεγονός μάλιστα ότι πολύ γρήγορα η επανάσταση περιορίστηκε στα εδάφη εκείνα που οι χριστιανικές ελίτ στην Ελλάδα του 1821 είχαν διαμορφώσει πλήρεις συνθήκες συμμετοχής στην εξουσία από κοινού με τους μουσουλμάνους, στα νησιά, την Πελοπόννησο και λιγότερο στην Στερεά Ελλάδα δηλαδή, επιβεβαιώνει τα υψηλά ποσοστά συμμετοχής των προυχοντικών αυτών ομάδων στη Φιλική Εταιρεία. Και πρόκειται για περιοχές, όπου οι χριστιανικές ελίτ δέχονταν ισχυρές πιέσεις από τις οθωμανικές Αρχές.
Η κατάληξη
Αν και ο Πόλεμος της Ανεξαρτησίας τελικά ευοδώθηκε, δεν μπόρεσε να ικανοποιήσει εκείνους που πρωστοτάτησαν σε αυτών. Ο αγώνας ορισμένων από αυτούς να επιβληθούν ως κεντρική εξουσία στο υπό διαμόρφωση κράτος, οδηγούσε σε καταστροφικά αποτελέσματα, αναιρώντας εν τέλει την αρχική προσπάθεια για τη δημιουργία του, υπό την έννοια ότι κανένας δεν μπορούσε να επιβληθεί οριστικά και αμετάκλητα στους άλλους. Έτσι υπό την πίεση και των εξωτερικών δανείων, αλλά κυρίως της στρατιωτικής επέμβασης Άγγλων, Γάλλων και Ρώσων στη ναυμαχία του Ναυαρίνου, η οργάνωση του κράτους ανατέθηκε σε άλλα χέρια από εκείνα που προσέβλεπαν στην εξουσία και που αγωνίστηκαν για να την αποκτήσουν.
Ούτως ή άλλως και ανεξάρτητα από την εθνική μας υπερηφάνεια, το ελληνικό κράτος υπήρξε δημιούργημα των Μεγάλων Δυνάμεων, εξυπηρετικό των δικών τους αναζητήσεων, και οι οποίες είχαν καταστήσει σαφές ότι δεν πρόκειται να το αφήσουν να ξεφύγει από τον έλεγχό τους. Επόμενο ήταν και οι ελληνικές ελίτ να συνεχίσουν να «μάχονται» γι’ αυτό που θεωρούσαν δικαιωματικά δικό τους. Επρόκειτο για έναν αγώνα που δεν θα έληγε παρά μόνο το 1862 με την πτώση του Όθωνα ή μάλλον καλύτερα το 1875 με την υιοθέτηση της αρχής της δεδηλωμένης.