Το social distancing σε κλειστούς χώρους σε απόσταση 20 μέτρων δεν προσφέρει μεγαλύτερη ασφάλεια από την τήρηση αποστάσεων δύο μέτρων αναφορικά με την έκθεση στον κορωνοϊό, κι εκείνο που μετρά περισσότερο είναι ο χρόνος παραμονής, σύμφωνα με νέα μελέτη του MIT. Η έρευνα αμφισβητεί τις ευρέως αποδεκτές κατευθυντήριες οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας και του Αμερικανικού Κέντρου Ελέγχου και Πρόληψης Νοσημάτων (CDC) για την πρόληψη της μόλυνσης από τον κορωνοϊό, σύμφωνα με τις οποίες θα πρέπει να τηρούμε το social distancing με αποστάσεις δύο μέτρων τόσο σε κλειστούς, όσο και σε υπαίθριους χώρους.
Ωστόσο, η μελέτη που δημοσιεύτηκε προ ημερών στην επιθεώρηση Proceedings of the National Academy of Science of the United States of America (PNAS) δείχνει ότι ακόμη κι αν φοράμε μάσκες σε συνωστισμένους χώρους δεν είμαστε ασφαλέστεροι από αερομεταφερόμενα παθογόνα στα 20 μέτρα απ’ ό,τι στα δύο.
Οι ερευνητές του φημισμένου Ινστιτούτου Τεχνολογίας της Μασαχουσέτης κατέληξαν στο συμπέρασμα αυτό συμπεριλαμβάνοντας στους υπολογισμούς τους διάφορες παράγοντες που μπορεί να επηρεάσουν την μετάδοση του κορωνοϊού, όπως το φιλτράρισμα του αέρα, η ανοσοποίηση, τα παραλλαγμένα στελέχη και ο χρόνος παραμονής σε κλειστούς χώρους, ενώ έλαβαν υπόψιν τους και δραστηριότητες όπως η αναπνοή, η κατανάλωση φαγητού, η ομιλία, ο βήχας, το φτέρνισμα και το τραγούδι. «Εμείς υποστηρίζουμε ότι δεν υπάρχει και μεγάλη ωφέλεια από το social distancing των δύο μέτρων, ειδικά όταν οι άνθρωποι φορούν μάσκες. Δεν έχει βάση, γιατί ο αέρας που αναπνέει ένα άτομο που φορά μάσκα τείνει να ανυψώνεται και να επικάθεται σε άλλο σημείο στο χώρο, άρα είμαστε πιο εκτεθειμένο στο μέσο υπόβαθρο παρά σε έναν άτομο σε απόσταση», τόνισε ο καθηγητής του MIT Μάρτιν Μπάζαντ στο CNBC.
Το γράφημα συγκρίνει μια τυπική σχολική αίθουσα με 20 άτομα, που υποτίθεται ότι έχει «χαμηλό έως μέτριο» κίνδυνο μεταδοτικότητας κι ένα δωμάτιο σε γηροκομείο με τρεις τροφίμους και χαμηλό κίνδυνο μεταδοτικότητας
Σημαντικότερος παράγοντας από το social distancing ο χρόνος παραμονής σε κλειστούς χώρους
Ο ίδιος επεσήμανε ότι η σημαντική μεταβλητή που αγνόησαν ο ΠΟΥ και το CDC είναι η διάρκεια του χρόνου παραμονής σε κλειστούς χώρους κι ότι όπως έδειξε η ανάλυση του ιδίου και των συνεργατών του δεν υπήρχε ανάγκη να κατεβάσουν ρολά πολλές επιχειρήσεις που έκλεισαν στη διάρκεια της πανδημίας. «Συχνά τα διαστήματα είναι αρκετά μεγάλα, ο εξαερισμός αρκετά καλός, το χρονικό διάστημα που περνούν μαζί οι άνθρωποι είναι τέτοιο ώστε να μπορούν να λειτουργούν ασφαλώς αυτά τα μέρη, ενώ η επιστημονική βάση της μειωμένης παρουσίας ατόμων εκεί δεν είναι πολύ καλή», σημείωσε.
Ο Αμερικανός καθηγητής τόνισε ότι ο κανόνας των δύο μέτρων για το social distancing, που υποχρέωσε σχολεία και επιχειρήσεις να κλείσουν «δεν είναι λογικός». «Χρειαζόμαστε επιστημονικές πληροφορίες που να μεταδοθούν στην κοινή γνώμη με τρόπο που να μην πυροδοτούν τους φόβους της, αλλά να εδράζονται όντως σε ανάλυση», είπε τονίζοντας ότι οι σχετικές συστάσεις των ΠΟΥ και CDC βασίζονται πιθανώς σε παλαιότερες μελέτες με μεγαλύτερα σταγονίδια που μεταφέρονται αερογενώς. «Αυτή η έμφαση στο social distancing ήταν εξ’ αρχής λανθασμένη κι ο ΠΟΥ και το CDC ουδέποτε παρείχαν στην πραγματικότητα επαρκή δικαιολόγηση. Η μόνη δικαιολογία, που εγώ γνωρίζω, βασίζεται σε μελέτες για τον βήχα και το φτάρνισμα, αλλά αναλύουν τα μεγαλύτερα σωματίδια που μπορεί να επικαθίσουν στο πάτωμα – κι αυτό ακόμη είναι μόνον κατά προσέγγιση, μπορεί να υπάρχουν ακόμη μεγαλύτερα σταγονίδια με μικρότερο βεληνεκές», τονίζει.
Η μελέτη δεν αναφέρεται αν υπάρχει διαφορά στον κίνδυνο ασφάλειας σε μηδενικές αποστάσεις ή social distancing δύο μέτρων. Σύμφωνα με τους ερευνητές οι μάσκες γενικώς αποδίδουν καθώς μπλοκάρουν μεγαλύτερα αναπνευστικά σταγονίδια – και από το βήχα ή το φτάρνισμα – αλλά οι περισσότεροι φορείς που μεταδίδουν τον κορωνοϊό δεν εμφανίζουν τέτοια συμπτώματα.