Από την Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Μια ένοχη συνείδηση έχει ανάγκη να εξομολογηθεί. Ένα έργο τέχνης είναι μια εξομολόγηση.
Αλμπέρ Καμύ
Καλοκαίρι 1962, κάπου στο εξωτικό Ρίο ντε Τζανέιρο. Ο συνθέτης Αντόνιο Κάρλος Τζομπίμ και ο στιχουργός Βινίσιο ντε Μοράες – οι παλιότεροι γνωρίζουν – έπιναν κάθε πρωί το κοκτέιλ τους σε ένα γραφικό μπαράκι της παραλίας. Με το σιγαρέτο στα χείλη και το νου να ταξιδεύει σε μελωδίες, μια σαγηνευτική νεαρή με ηλιοκαμένο δέρμα, προκλητικό περπάτημα και καλλίγραμμα πόδια “πάγωνε” τη σκέψη τους περνώντας από μπροστά τους… Τότε, βέβαια, δεν γνώριζαν ότι το τραγούδι που είχαν γράψει “στο πόδι” σε ένα μπαρ θα αποτελούσε σταθμό στην ιστορία της μουσικής.
Κύμα οργής στο Twitter με τον «Δάσκαλο» του Παπακαλιάτη
Σύμφωνα με την Καθημερινή, ήταν η Ελόϊα Ενέϊντα Πάες Πίντο, 17 μόλις χρονών, τότε, που ζούσε στα νότια της πόλης, πάνω σχεδόν στην παραλία. Η ομορφιά και η θηλυκότητα που ερήμην της εξέπεμπε, ήταν ποίημα στα μάτια των ανδρών. Σύμφωνα με τη βραζιλιάνικη παράδοση, δεν είναι μόνο ένα τραγούδι, αλλά μια συνταγή, ίσως η γνωστότερη αυτής της χώρας. Τα υλικά είναι απλά και δένουν με απόλυτη αρμονία μεταξύ τους: ο ήλιος, η παραλία της Ιπανέμα, ένα μπαρ στην παραλία, το «Veloso» και η Έλο, μια πανέμορφη γαλανομάτα με μακριά μαλλιά, που επισκεπτόταν καθημερινά το μπαρ για να αγοράσει τα τσιγάρα της μητέρας της.
”Ηταν ένα ξανθό κορίτσι” όπως την περιέγραψε αργότερα, σ’ ένα βιβλίο του ο Μοράες, ο στιχουργός, ”χρυσαφένιο, γεμάτο χάρη, κάτι ανάμεσα σε λουλούδι και γοργόνα, η οποία όμως είχε στο πέρασμά της, μια αδιόρατη μελαγχολία, με την έννοια ότι αυτό που κουβαλάει, μαζί της, στην διαδρομή της προς την θάλασσα, είναι το αίσθημα της νιότης που χάνεται, της ομορφιάς που δεν είναι μόνο δική μας… Είναι ένα δώρο της ζωής μέσα στην όμορφη και μελαγχολική αέναη ροή της.
”Μια Βραζιλιάνα, μια περαστική άγνωστη, αιχμαλώτισε για μερικές μόνο στιγμές, τα ανδρικά βλέμματα κι έτσι γεννήθηκε η πιο καλοκαιρινή μπαλάντα όλων των εποχών: ”Το Κορίτσι απ’ την Ιπανέμα” Ένα τραγούδι που μέχρι πριν δέκα περίπου χρόνια ηταν το δεύτερο πιο ηχογραφημένο κομμάτι στον κόσμο.
Το κορίτσι της Ιπανέμα
Ο ανέμελος βηματισμός μιας ανυποψίαστης έφηβης, μας θυμίζει πως το πέρασμα του καθενός μπορεί να είναι ένα μικρό μεγαλείο: Μια έμπνευση για λογοτεχνικό αφήγημα, για ποίηση, στίχο, τραγούδι. Το “Κορίτσι απ’ την Ιπανέμα” το ερμήνευσαν μεγάλοι τραγουδιστές, απ’ τον Frank Sinatra μέχρι την Amy Winehouse.
Μεγαλωμένη από αυστηρούς γονείς και μαθήτρια τότε η Ελόϊα, άκουσε για πρώτη φορά το τραγούδι απ’ το ραδιόφωνο, της άρεσε πολύ και το σιγοτραγουδούσε, χωρίς να γνωρίζει ότι οι στίχοι του αφορούσαν την ίδια! Μέχρι που τρία χρόνια αργότερα, το 1965, ο Μοράες, σε μια συνέντευξή του, αποκάλυψε την ταυτότητά της. Της έγιναν, όπως ήταν φυσικό, προτάσεις για ταινίες, τηλεοπτικά show, αλλά εκείνη τις απέρριψε, μέχρι τουλάχιστον που μεγάλωσε και η αστερόσκονη την παρέσυρε για τα καλά. Πόζαρε ούσα κατάξανθη για το εξώφυλλο του Playboy, μαζί μάλιστα με την κόρη της. Θα μπορούσε η ιστορία αυτού του τραγουδιού να είναι από μόνη της ένα σενάριο κινηματογραφικής ταινίας.
Σήμερα, όσοι επισκέπτονται το θρυλικό μπαρ, που βαφτίστηκε «Το κορίτσι της Ιπανέμα», ρωτούν συχνά αν η νεαρή καλλονή υπήρξε πραγματικά. Την απάντηση δίνουν οι… τοίχοι του μαγαζιού, όπου ανάμεσα στα δεκάδες κιτρινισμένα αποκόμματα εφημερίδων, τις φωτογραφίες της παραλίας της Ιπανέμα, του Ζομπίμ και του Μοράες, υπάρχει και η εικόνα μιας πανέμορφης δεκαεξάχρονης, που λιάζεται στην πιο διάσημη πλέον βραζιλιάνικη παραλία.
‘Η Κυρία με τις Καμέλιες, ‘Η Κυρία με το Σκυλάκι
Μια όμορφη γυναίκα, πολύ περισσότερο μια έφηβη, που η παιδικότητά της δεν την αφήνει να ωριμάσει, συγκινεί ποιητές, στιχουργούς, διηγηματογράφους κι ο μόνος τρόπος να εκτονώσουν αυτό το συναίσθημα είναι να το μετουσιώσουν, όπως ο Τζόμπιμ και ο Μοράες, όπως ο Αλέξανδρος Δουμάς και ο Άντον Τσέχωφ, με τα αριστουργήματά τους: ”Η Κυρία με τις Καμέλιες”, ”Η Κυρία με το Σκυλάκι”.
Στην λογοτεχνία, την ποίηση, τον στίχο, ο δημιουργός δεν έχει άμεση σχέση με την ηρωίδα του. Ο ίδιος πλάθει τους χαρακτήρες χωρίς περιορισμούς, τους εξωραΐζει, αφήνοντας χώρο να λειτουργήσει και η φαντασία του αναγνώστη. Όμως στον χώρο του θεάματος, τα 17χρονα κορίτσια αλλά και αγόρια ”που έχουν αιχμαλωτίσει τα βλέμματα” κάποιων δημιουργών, δεν σκέφτονται σαν την “Έλο”: Πως μπορεί, δηλαδη, οι καλλιτεχνικές τους δυνατότητες να μην ανταποκρίνονται στις φαντασιώσεις του δημιουργού και να απαξιώνουν τελικά την ίδια την ομορφιά τους, στην οποία είχε επενδύσει ο δημιουργός.
Αλλά στην δική μας πραγματικότητα ο κίνδυνος αυτός είναι ελάχιστος. Τα σενάρια πολλές φορές δεν είναι δημιουργήματα φαντασίας υψηλών προδιαγραφών αλλά απηχούν μύχιους πόθους των δημιουργών τους, απ’ την ανάγκη να βιώσουν ετεροχρονισμένα ανεκπλήρωτους νεανικούς τους έρωτες ως και μια διέξοδο σε κάποιες προσωπικές τάσεις, ασύμβατες με την ανθρώπινη φύση.
Λολίτες
Μικρές Λολίτες, Μικρές Αφροδίτες, δάσκαλοι που ερωτεύονται μαθήτριες και το αντίστροφο, υπήρξαν θέματα σε πολλές παραλλαγές, που κάτω από τον παραπλανητικό τίτλο της δήθεν ηθογραφίας μιας μικρής ανύποπτης κοινωνίας σε άλλες εποχές, εξυπηρετούσαν απωθημένα των δημιουργών τους αλλά βρήκαν και αποδοχή απ’ τους θεατές της κλειδαρότρυπας.
Όποιες κι αν είναι οι προθέσεις, όποια κι αν είναι τα μηνύματα που θέλει να στείλει ο δημιουργός παρόμοιων καλλιτεχνικών ”προϊόντων” κι όποια ανατομία στα ήθη μιας κοινωνίας φιλοδοξεί να κάνει, μια σχέση ανάμεσα σε μια έφηβη κι έναν ενήλικα, είναι συγκαλυμμένο έγκλημα. Δεν υπάρχουν στην πραγματικότητα κορίτσια που ερωτεύονται τους δασκάλους των. Αυτό μόνο στις φαντασιώσεις ενηλίκων μπορει να συμβαινει, καθώς δεν υπάρχουν δάσκαλοι, δεν υπάρχουν νέοι να εμπνέουν τον έρωτα σε μια δεκαεξάχρονη. Οι περισσότεροι σημερα είναι είτε ”ημιπιτσιρικάδες”, είτε στυγνοί εγκληματίες που πετούν τις κοπέλες στη θάλασσα, ματωμένες από το ξύλο, που τις πνίγουν στον ύπνο τους. Κι όσο για εκείνους που απέμειναν; Δύσκολα τους συναντάς. Απομονώνονται για να γλιτώσουν από τον βούρκο που φαίνεται να αρχίζει πια να γίνεται εθισμός.