Κάθε φορά που ανακύπτει ένα μείζον θέμα για την οικονομία και την καθημερινότητα των πολιτών, όπως στην προκειμένη περίπτωση είναι η ακρίβεια, εμφανίζονται κυρίως από τα κόμματα της αντιπολίτευσης και τα πρώτα σημάδια λαϊκισμού απέναντι σε κάθε μέτρο που ανακοινώνει η κυβέρνηση. Σε αυτή την φάση βρισκόμαστε και τώρα, όπου η ακρίβεια ακόμη και σε είδη πρώτης ανάγκης είναι πρωτόγνωρη και όπως όλα δείχνουν θα κινείται αυξητικά και τους επόμενους μήνες. Η αρχή έγινε με τους λογαριασμούς του ρεύματος, του φυσικού αερίου, αλλά και την τιμή πώλησης του πετρελαίου. Όπως λένε αρκετοί γνωρίζοντες τα οικονομικά δεδομένα καλύτερα από εμάς, οι αυξήσεις αυτές στην παρούσα φάση οφείλονται στον πόλεμο στην Ουκρανία, ωστόσο τους προηγούμενους μήνες σημειώθηκαν επειδή κάποιοι είχαν ήδη προεξοφλήσει την ρωσική εισβολή.
Σε κάθε περίπτωση, αυτό που μετράει και εκεί πρέπει να επικεντρωθούμε είναι ότι βρισκόμαστε εν μέσω μιας ακόμη οικονομικής κρίσης που οδηγεί σε μείωση αφενός της καταναλωτικής μας δύναμης, αφετέρου στην αδυναμία αποπληρωμής λογαριασμών ρεύματος και καυσίμων τόσο από τα φυσικά πρόσωπα, όσο και από τις επιχειρήσεις. Και εδώ υπεισέρχεται ο παράγοντας κυβέρνηση. Η κυβέρνηση, που οφείλει να συγκρατήσει με κάθε τρόπο την ακρίβεια και που οφείλει να ενισχύσει όσους δεν μπορούν να αντεπεξέλθουν στις υποχρεώσεις τους. Και από ό,τι φάνηκε, η κυβέρνηση, αλλά και προσωπικά ο πρωθυπουργός κινήθηκαν γρήγορα προς αυτήν την κατεύθυνση της επιδότησης με χρήματα όσων αδυνατούν να αντέξουν αυτές τις αυξήσεις.
Οι κυβερνητικές ενέργειες
Η αρχή έγινε από τους λογαριασμούς ρεύματος και την ενέργεια, όπου έχουν δαπανηθεί μέχρι στιγμής αρκετά δισεκατομμύρια ευρώ και συνεχίστηκε με την επιδότηση στα καύσιμα με οριζόντιο πρόσημο τα εισοδήματα εως 30.000 ευρώ, αλλά και την λεγόμενη «επιταγή ακρίβειας». Ωστόσο αμέσως μετά την ανακοίνωση των μέτρων ενίσχυσης από την κυβέρνηση ξεκίνησε και η γνωστή «πλειοδοσία» από την πλευρά της αντιπολίτευσης και κυρίως της αξιωματικής αντιπολίτευσης. Όπως υποστήριξαν από την αρχή, τόσο ο κ. Τσίπρας, όσο και τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ, τα μέτρα της κυβέρνησης είναι ψίχουλα και θα έπρεπε να δοθούν περισσότερα χρήματα σε περισσότερους συμπολίτες μας.
Και είναι πολύ συμπαθητικές αυτές οι τοποθετήσεις και οι δηλώσεις εάν κάποιος δεν έχει κυβερνήσει ή δεν έχει εικόνα των δημοσιονομικών μεγεθών της οικονομίας, αλλά όταν οι δηλώσεις αυτές προέρχονται από εκείνους που κυβέρνησαν την χώρα προσφάτως, τότε μπορεί κάποιος να ισχυριστεί ότι κινούνται στην σφαίρα του λαϊκισμού. Να θυμίσουμε εδώ ότι την ίδια στάση και την ίδια ρητορική είχε αναπτύξει ο ΣΥΡΙΖΑ και την περίοδο της πανδημίας, μια ρητορική που έλεγε στην κυβέρνηση ότι οφείλει να δώσει περισσότερα χρήματα μέσω της επιστρεπτέας προκαταβολής και των ειδικών αποζημιώσεων και μάλιστα τα χρήματα αυτά να μην επιστραφούν ποτέ. Και το ερώτημα που απευθύνουν πολλοί κυβερνητικοί παράγοντες τώρα είναι τι θα γινόταν και πώς θα αντιμετώπιζε η κυβέρνηση την τωρινή κρίση ακρίβειας εάν είχαν σπαταληθεί όλα τα αποθέματα την διετία της πανδημίας;
Σίγουρος εκτροχιασμός
Την ίδια ώρα στα μέτρα που ανακοίνωσε η κυβέρνηση υπήρξε πλειοδοσία και όπως δήλωσε από το βήμα της Βουλής ο Κυριάκος Μητσοτάκης τα όσα επιθυμεί να δοθούν η αντιπολίτευση ανέρχονται σε 16-17 δισ. εκ. ευρώ που σημαίνει ότι η οικονομία θα εκτροχιάζονταν μέσα σε λίγες μόνο ημέρες. Παρόμοια πλειοδοσία παρατηρούμε ότι υπάρχει και για την επικείμενη δεύτερη αύξηση του κατώτατου μισθού, η οποία σύμφωνα πάλι με την αξιωματική αντιπολίτευση θα είναι ψίχουλα. Η κυβέρνηση, λοιπόν, εκτός από την ακρίβεια έχει να αντιμετωπίσει και τους θιασώτες του λαϊκισμού και τις φωνές που θα χαιδεύουν τα αυτιά όλων των κοινωνικών ομάδων ανεξαιρέτως με στόχο μικροκομματικά συμφέροντα και αδιαφορώντας για την μελλοντική πορεία της οικονομίας. Η απάντηση σε όλες αυτές τις φωνές είναι η σοβαρότητα και η σταθερότητα και ο Κυριάκος Μητσοτάκης κατέστησε σαφές σε όλες τις δημόσιες τοποθετήσεις του ότι η κυβέρνηση δεν πρόκειται να θέσει εκ νέου την οικονομία σε αχαρτογράφητα νερά και επικίνδυνες στροφές, επειδή κάποιοι νομίζουν ότι μπορούν να εκμεταλλευτούν μια ακόμη δύσκολη οικονομική συγκυρία, ευελπιστώντας σε μια πρόσκαιρη άνοδο των δημοσκοπικών τους ποσοστών.