Σε ηλικία 3,5 ετών έμεινε στην ιστορία του κινηματογράφου, ως «το κορίτσι με το κόκκινο παλτό» στη «Λίστα του Σίντλερ». Τώρα, αντλεί έμπνευση από αυτό τον ρόλο για να δείξει ξανά ότι ο πόλεμος καταστρέφει τους αθώους, αυτή τη φορά βοηθώντας ως εθελόντρια Ουκρανούς πρόσφυγες. «Σκέφτηκα ότι, λόγω αυτού του συμβόλου, θα μπορούσα να απευθυνθώ σε περισσότερους ανθρώπους, να κάνω περισσότερους να εμπλακούν. Ανθρώπους που δεν με ήξεραν, αλλά ήξεραν ότι έπαιξα αυτό το μικρό κορίτσι με το κόκκινο παλτό», λέει στην Washington Post, από το σπίτι της στην Κρακοβία, η Ολίβια Νταμπρόφσκα, αναφερόμενη στον χαρακτήρα που υποδύθηκε στην ταινία του Στίβεν Σπίλμπεργκ, το 1993.
Η Νταμπρόφσκα δεν περίμενε ποτέ ότι θα ξεσπάσει πόλεμος. Μετά την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία, στις 24 Φεβρουαρίου, για 3-4 ημέρες έμεινε στην αδράνεια. Ακολούθησε ο φόβος, μέχρι τη στιγμή που μια συζήτηση με φίλο στις ΗΠΑ την ατσάλωσε και της έδωσε κουράγιο. «Αποφάσισα να μετατρέψω τον φόβο μου σε δράση, στην παροχή βοήθειας σε ανθρώπους», εξηγεί. Επειδή δεν έχει δίπλωμα οδήγησης, ρώτησε τη μητέρα της αν ήθελε να πάνε ως εθελόντριες στα σύνορα με την Ουκρανία και εκείνη συμφώνησε. Εκεί πέρασαν εβδομάδες μεταφέροντας περίπου 100 πρόσφυγες, κυρίως οικογένειες, από τα σύνορα προς διάφορες πόλεις της Πολωνίας. Εκτός από τη μεταφορά, τους έφερναν και σε επαφή με Πολωνούς που ήθελαν να τους φιλοξενήσουν, καθώς η χώρα της δεν είχε δημιουργήσει ακόμη σύστημα διαχείρισης των προσφύγων.
Χιλιάδες άνθρωποι, εξαντλημένοι και συντετριμμένοι
Ουκρανοί συνέρρεαν στα σύνορα, περιμένοντας τρεις και τέσσερις ημέρες για να περάσουν στην Πολωνία. Όμως, δεν υπήρχε χάος ή φωνές, περιγράφει. Χιλιάδες άνθρωποι, εξαντλημένοι και συντετριμμένοι, περίμεναν σιωπηλά τη σειρά τους για να διαφύγουν από τη διαλυμένη από τον πόλεμο χώρα τους.
Θυμάται χαρακτηριστικά ένα αγοράκι, εξαντλημένο από το ταξίδι και την αναμονή, που άρχισε να κάνει εμετό. Το παιδί μετά βίας αντέδρασε. «Ήταν πολύ ήσυχος, τα μάτια του ήταν τόσο μεγάλα και χαμένα», δηλώνει η Νταμπρόφσκα. «Κάθε παιδί εκεί είχε μεγάλα, χαμένα μάτια». Σκέφτηκε τον ρόλο που είχε ενσαρκώσει. «Υπήρχαν και υπάρχουν ακόμη πολλά παιδιά εκεί. Και σε κάθε παιδί έβλεπα αυτό το μικρό κορίτσι με το κόκκινο παλτό», αναφέρει χαρακτηριστικά. Η παροχή βοήθειας σε πρόσφυγες συχνά σήμαινε ότι έπρεπε να αντιμετωπίσει απρόβλεπτες καταστάσεις. Όπως κάποια στιγμή που έμαθε ότι υπήρχε έλλειψη ινσουλίνης και έφερε σε επαφή έναν δωρητή που ήθελε να βοηθήσει διαβητικούς πρόσφυγες με έναν άλλο εθελοντή.
Σε μία περίπτωση, φιλοξένησε μια 18χρονη μητέρα και τον γιο της, ενώ αναζητούσε ένα μέρος για να μείνουν μόνιμα. Άλλη φορά, πήγε στη Λβιβ, για να παραλάβει έναν σκύλο που είχε μείνει πίσω. Άλλος εθελοντής φιλοξένησε το κατοικίδιο μέχρι να μπορέσουν να το μεταφέρουν στον ιδιοκτήτη του, στο Βερολίνο.
«Θυμάμαι κάθε άνθρωπο, κάθε ιστορία. Και πολλές από αυτές ήταν πάρα πολύ τραγικές και φριχτές. Δεν πιστεύω ότι θα τις ξεχάσω ποτέ»
Τις τελευταίες εβδομάδες ο ρόλος της άλλαξε. Αν και περιστασιακά ακόμη μεταφέρει Ουκρανούς, τώρα πιο συχνά παραδίδει πακέτα με βοήθεια στα σύνορα, διαχειρίζεται υλικοτεχνικά ζητήματα και συγκεντρώνει χρήματα για δύο οργανώσεις στις οποίες είναι εθελόντρια. Δεν είναι τόσο συναρπαστικό, όσο η μεταφορά ανθρώπων στην ασφάλεια, αλλά λέει ότι ήταν σημαντικό να αγκαλιάσει τη μοναδική ευκαιρία που είχε να γίνει «το κορίτσι με το κόκκινο παλτό». Κάτι που μόνο εκείνη μπορεί να χρησιμοποιήσει για να συγκεντρώσει χρήματα προκειμένου να βοηθηθούν εκείνοι που διαφεύγουν από τον πόλεμο.
Πριν από την εισβολή ήταν αυτοαπασχολούμενη κειμενογράφος. Προσπαθεί ακόμη να «στριμώχνει» στον χρόνο της κάποιες δουλειές, αλλά αυτό έχει μπει σε δεύτερη μοίρα, λόγω της εθελοντικής δράσης της. Θέλει να συνεχίσει λέει, για το άμεσο μέλλον. Ακόμη κι αν ο πόλεμος σταματήσει αύριο, εκατομμύρια Ουκρανοί θα χρειάζονται σπίτια, δουλειές, σχολεία για τα παιδιά. «Δεν υπάρχει κάτι πιο σημαντικό από το να βοηθάς πρόσφυγες», τονίζει. Προτού ξεσπάσει ο πόλεμος, η «Λίστα του Σίντλερ» δεν ερχόταν συχνά στο μυαλό της. Πέρα από τα περιστασιακά τηλεφωνήματα από δημοσιογράφους, για τις επετείους από την πρεμιέρα της ταινίας, δεν έχει επηρεάσει ιδιαίτερα την καθημερινότητά της. Το 2013, στα 20 χρόνια από την προβολή της ταινίας, είχε δηλώσει στον Guardian ότι τρομοκρατήθηκε την πρώτη φορά που την παρακολούθησε, στα 11 χρόνια της και μετάνιωσε που δεν είχε ακολουθήσει τη συμβουλή του Σπίλμπεργκ να περιμένει μέχρι να ενηλικιωθεί για αυτό.
Ντρεπόμουν που ήμουν στην ταινία και ήμουν πραγματικά θυμωμένη με τους γονείς μου που είπαν σε όλους για τον ρόλο μου
«Ντρεπόμουν που ήμουν στην ταινία και ήμουν πραγματικά θυμωμένη με τους γονείς μου που είπαν σε όλους για τον ρόλο μου», είχε πει. Αλλά όταν είδε ξανά την ταινία στα 18 της, άλλαξε γνώμη. «Ήμουν κομμάτι σε κάτι για το οποίο μπορούσα να είμαι υπερήφανη». Λίγες εβδομάδες μετά την έναρξη του πολέμου, ο φίλος της Άνταμ Μπαμ δημιούργησε μια διαφορετική εκδοχή μιας σκηνής της ταινίας. Σε εκείνη, η Νταμπρόφσκα δεν φορούσε το διάσημο κόκκινο παλτό, αλλά ήταν «τυλιγμένη» με το μπλε της ουκρανικής σημαίας. «Πάντα ήταν σύμβολο ελπίδας. Ας την κάνουμε ξανά», ήταν το σχόλιο της Νταμπρόφσκα.
Αισθάνεται, λέει, μια ισχυρή σύνδεση με αυτό το κορίτσι, που δεν ήταν απλά ένας ρόλος. Η σύνδεση αυτή παραμένει και της επιτρέπει να αξιοποιήσει ό,τι συμβολίζει το κορίτσι: τη δύναμη της αλλαγής, την αθωότητα και την ελπίδα. Την ελπίδα ότι η αδικία μπορεί να εμπνεύσει ακόμη και ισχυρούς όπως ο Σίντλερ να κάνουν το καλό. «Πέθανε στην ταινία, αλλά ζει μέσα μου», λέει η Νταμπρόφσκα για το κοριτσάκι.