Ο οικονομικός σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη, Αλέξης Πατέλης, απαντά για το αν η Ελλάδα είναι 2η φτωχοτερη χώρα στην ΕΕ και τι συμβαίνει με το ΑΕΠ
Στο TikTok στράφηκε ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη, Αλέξης Πατέλης, προκειμένου να δώσει απαντήσεις στο ερώτημα “αν η Ελλάδα είναι η δεύτερη φτωχότερη χώρα στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία;”, όπως αναφέρθηκε σε πρόσφατη ανάλυση της οικονομικής εφημερίδας Financial Times. Ειδικότερα, στο βίντεο που ανέβασε στο TikTok, ο Αλέξης Πατέλης αναφέρει: “Το γράφημα των Financial Times που προκάλεσε αυτή τη συζητήση δείχνει το κατά κεφαλήν του ΑΕΠ σε διάφορες χωρες της ΕΕ. Να δούμε τι έγινε και πού πάμε. Την περίοδο της κρίσης η Ελλάδα βίωσε μια πτώση του ΑΕΠ κατά 30 μονάδες και εκτοξεύτηκε η ανεργία. Η πραγματικά χαμένη 4ετια ήταν όμως το 2015-2019 όταν μείναμε στάσιμοι ενώ η Ευρώπη πήγε μπροστά και εμείς μείναμε στάσιμοι”.
“Από το 2019 το ΑΕΠ έχει αυξηθεί σωρρευτικά κατά πάνω από 7 μονάδες, ποσοστό υπερδιπλάσιο του μέσου όρου της ΕΕ που είναι στο 3%. Πέρυσι, το 2023, η Ελλάδα είχε την υψηλότερη ανάπτυξη στο κατά κεφαλήν ΑΕΠ από κάθε χώρα της ΕΕ” συνεχίζει ο επικεφαλής οικονομικός σύμβουλος του Κυριάκου Μητσοτάκη “Τι σημαίνουν αυτά: Η χώρα έμεινε πολύ πίσω κατά την κρίση ενώ τα τελευταία χρόνια τα πράγματα βελτιώνονται σιγά-σιγά. Όμως τα προβλήματα παραμένουν μεγάλα και έχουμε πολλές μάχες να δώσουμε. Παραμένει ο στόχος της σύγκλισης με την ΕΕ και για να τον πετύχουμε πρέπει να έχουμε υψηλούς ρυθμούς ανάπτυξης για πολλά χρόνια που σημαίνει επενδύσεις, μεταρρυθμίσεις και αυξήσεις μισθών” καταλήγει ο Αλέξης Πατέλης.
@alexdunujlc Εχουμε πολυ δρομο μπροστα μας #οικονομια #ευρωπη #ευρωπαικηενωση #ελλαδα #greece #eu #αναπτυξη #οικονομικα #μητσοτακης #κυβερνηση #fyp #financialtimes #κριση ♬ original sound – Alex Patelis
Ανάλυση Financial Times: Γιατί οι Έλληνες είναι οι φτωχότεροι της ευρωζώνης την ώρα που η οικονομία έχει καλές επιδόσεις
Να υπενθυμίσουμε ότι πρόσφατα η οικονομική εφημερίδα Financial Times ανέλυσε σε δημοσίευμά της την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας φωτίζοντας συγκεκριμένα μεγέθη και στατιστικά στοιχεία, τα οποία όπως εξηγείται στην ανάλυση με τίτλο “Η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας σε (επώδυνο) πλαίσιο”, οδηγούν σε ένα παράδοξο. “Είναι καιρός να δούμε την ισχυρή οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας μετά την πανδημία σε ένα ιστορικό πλαίσιο” σημειώνεται στο δημοσίευμα που συνεχίζει με τη διαπίστωση ότι “η χώρα είναι πράγματι μεταξύ των καλύτερων πρόσφατων επιδόσεων στην ευρωζώνη, αλλά έχει γίνει και η φτωχότερη”. Την περασμένη εβδομάδα, ο οίκος αξιολόγησης S&P ήταν ο πιο πρόσφατος που επαίνεσε, και δικαίως, τη χώρα καθώς αναθεώρησε την προοπτική της οικονομίας σε “θετική”. Αυτό έγινε χάρη σε “ένα ευρύ φάσμα διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και την αντιμετώπιση μακροχρόνιων προβλημάτων ενισχύοντας την ανάπτυξη πάνω από τον μέσο όρο της ευρωζώνης και καταλήγοντας σε πτώση του δείκτη χρέους προς το ΑΕΠ”.
Θετικές προοπτικές
Οι θετικές προοπτικές αντικατοπτρίζουν την προσδοκία ότι το αυστηρό δημοσιονομικό καθεστώς θα συνεχίσει να προκαλεί μείωση του δείκτη του δημόσιου χρέους, ενώ η ανάπτυξη θα συνεχίσει να υπερβαίνει τις επιδόσεις των άλλων χωρών της ευρωζώνης. Πράγματι, νέα στοιχεία που δημοσίευσε η Eurostat τη Δευτέρα έδειξαν ότι το ελληνικό δημόσιο χρέος σε σχέση με το ΑΕΠ μειώθηκε κατά 10,8 ποσοστιαίες μονάδες στο 162% το 2023. Η ελληνική οικονομία αναπτύχθηκε κατά 2% το 2023, την ίδια που στη Γερμανία καταγράφεται συρρίκνωση κατά 0,3%. Από το 2019, πριν από την πανδημία, η χώρα είχε ρυθμούς ανάπτυξης σχεδόν διπλάσιους σε σχέση με την Ευρωζώνη. Την περασμένη εβδομάδα, το ΔΝΤ ανέφερε ότι η ελληνική οικονομία θα αναπτυχθεί κατά 2% και φέτος και θα συνεχίσει να ξεπερνά τον μέσο ρυθμό ανάπτυξης της Ευρωζώνης για τα επόμενα δύο χρόνια.
Οι ισχυρές επιδόσεις του τουρισμού, που συμβαδίζουν με τη βελτίωση της αγοράς εργασίας και την ανάκαμψη της κατανάλωσης, βοηθούν στην κατεύθυνση αυτή, λένε οι FT. Το ίδιο ισχύει και για τις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που στοχεύουν στην άρση των εμποδίων στην ανάπτυξη, όπως η αύξηση της ψηφιακής πρόσβασης στις δημόσιες υπηρεσίες, η επιτάχυνση των δικαστικών αποφάσεων και η βελτίωση της διαφάνειας και των δημόσιων οικονομικών. Όπως είπε στους Financial Times ο Γκιγιόμ Μπεριέν, οικονομολόγος της BNP Paribas: “Η ανανεωμένη πολιτική σταθερότητα και η έντονη δημοσιονομική εξυγίανση καθιστούν την Ελλάδα πολύ πιο ελκυστική χώρα για επενδύσεις από ό,τι στο παρελθόν”. Ωστόσο… υπάρχει ένα αλλά. Η πρόσφατη ανάκαμψη έχει μόλις ελάχιστα ανεβάσει το βιοτικό επίπεδο της Ελλάδας σε σχέση με τον μέσο όρο της ΕΕ τα τελευταία δύο χρόνια – και όχι αρκετά για να απομακρύνει τους πολίτες από τη θέση τους ως τους φτωχότερους στην ευρωζώνη.
Αυτό είναι κάτι σχετικά νέο για την Ελλάδα, σημειώνουν οι FT, καθώς το κατά κεφαλήν ΑΕΠ ήταν παρόμοιο με αυτό του μέσου όρου της ΕΕ μέχρι το 2009. Από τότε, 10 χώρες έχουν δει το βιοτικό επίπεδο των πολιτών τους να αυξάνεται πάνω από αυτό στην Ελλάδα, αφήνοντάς την στη θέση της δεύτερης φτωχότερης χώρας στην ΕΕ μετά τη Βουλγαρία , ενώ οι πολίτες είναι οι φτωχότεροι στο μπλοκ της ευρωζώνης. Και προειδοποιούν ότι “καθώς το χάσμα με τη Βουλγαρία μειώνεται απότομα, δεν είναι παράλογο να περιμένουμε ότι η Ελλάδα θα γίνει σύντομα η φτωχότερη χώρα της ΕΕ”. Πώς συμβιβάζονται αυτές οι αντίθετες ιστορίες ισχυρής ανάκαμψης και φτώχειας; είναι το ερώτημα που τίθεται από την οικονομική εφημερίδα.
Πώς το απαντούν;
Η απάντηση βρίσκεται στον απόηχο της οικονομικής κρίσης και της λιτότητας που ακολούθησε την κρίση του 2010. Οι ελληνικές δαπάνες περικόπηκαν και οι φόροι αυξήθηκαν για να εξασφαλιστεί η διάσωση από το ΔΝΤ και την ΕΕ, συμπιέζοντας επιχειρήσεις και νοικοκυριά και κατεδαφίζοντας την οικονομία. Η έκταση της οικονομικής ζημιάς ήταν τεράστια για καιρό ειρήνης, διαπιστώνουν οι FT. Η ελληνική οικονομία συρρικνώθηκε σχεδόν κατά 30%. Το 2016, οι καταναλωτικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 24% σε σχέση με το 2007, οι κρατικές δαπάνες μειώθηκαν κατά 20% και οι επενδύσεις μειώθηκαν κατακόρυφα κατά 65%. Την ίδια περίοδο, η μεταποιητική δραστηριότητα μειώθηκε σχεδόν στο μισό, το λιανικό εμπόριο και η επαγγελματική δραστηριότητα συρρικνώθηκαν σχεδόν κατά το ένα τρίτο. Η ανεργία εκτοξεύτηκε στο ιστορικό υψηλό σχεδόν 30%. Ως αποτέλεσμα, η ελληνική οικονομία είναι σήμερα περίπου 19% μικρότερη από ό,τι το 2007 – παρά την ισχυρή ανάκαμψη της χώρας μετά την πανδημία – ενώ η οικονομία της ΕΕ στο σύνολό της έχει αυξηθεί κατά 17%.
Το οικονομικό χτύπημα είναι σχεδόν άνευ προηγουμένου στη σύγχρονη εποχή, συγκρίσιμο μόνο με τη Μεγάλη Ύφεση των ΗΠΑ στη δεκαετία του 1930, σημειώνει ο Γιώργος Λαγαριάς, επικεφαλής οικονομολόγος στη Mazars Wealth Management. Οι πραγματικοί μισθοί μειώνονταν σταθερά μέχρι το 2022, σύμφωνα με τα πιο πρόσφατα διαθέσιμα δεδομένα του ΟΟΣΑ, μειωμένοι κατά 30% σε σχέση με τα επίπεδα πριν από την οικονομική κρίση, αφήνοντας τη χώρα με έναν από τους χαμηλότερους μέσους μισθούς μεταξύ των ανεπτυγμένων οικονομιών.
Ο κατασκευαστικός τομέας, ένας σημαντικός μοχλός ανάπτυξης πριν από την κρίση, έχει σχεδόν αφανιστεί. Οι επενδύσεις σε κατοικίες, που αντιπροσώπευαν πάνω από το 10% του ΑΕΠ στο απόγειο της φούσκας του 2008, έχουν έκτοτε βυθιστεί στο 2% του ΑΕΠ, το χαμηλότερο μερίδιο μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης. Όπως λέει ο Γκιγιόμ Ντεριέν της BNP: “Η Ελλάδα έχει πλέον ένα λιγότερο μη ισορροπημένο μοντέλο οικονομικής ανάπτυξης — κάτι που είναι θετικό — αλλά η πτώση της κατασκευαστικής δραστηριότητας δεν έχει ακόμη εξισορροπηθεί πλήρως από την επέκταση σε νέους τομείς. Υπάρχουν επίσης ανησυχίες για τις μακροπρόθεσμες οικονομικές προοπτικές της χώρας. Κατά τους FT “θα χρειαστούν πολλά χρόνια “επίμονων μεταρρυθμίσεων” για να επιστρέψει η Ελλάδα στο σημείο που ήταν το 2007.
Στην τελευταία του έκθεση για τη χώρα, το ΔΝΤ ανέφερε επίσης την κλιματική αλλαγή ως κίνδυνο —καθώς το 90% των τουριστικών υποδομών της χώρας και το 80% των βιομηχανικών δραστηριοτήτων βρίσκονται σε περιοχές που εκτίθενται σε υψηλούς κλιματικούς κινδύνους — και τα ολοένα πιο θλιβερά δημογραφικά στοιχεία. Οι γεννήσεις στην Ελλάδα μειώθηκαν σε χαμηλό εννέα δεκαετιών το 2022, επιδεινώνοντας τη γήρανση της χώρας και συρρικνώνοντας τον πληθυσμό της καθώς πολλοί νέοι εγκαταλείπουν τη χώρα κάθε χρόνο. Η ανάλυση των FT καταλήγει με το συμπέρασμα ότι “συνολικά, η οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδας θα πρέπει να είναι αφορμή για γιορτή, αλλά πρέπει να ιδωθεί στο πλαίσιο μιας αξιοσημείωτης οικονομικής κρίσης που την άφησε σε μια τρύπα από την οποία μπορεί να χρειαστεί μια γενιά για να βγει”.