Η ψήφιση του προϋπολογισμού αποτελεί παραδοσιακά και ψήφο εμπιστοσύνης για την εκάστοτε κυβέρνηση. Και αυτή τη φορά αυτή την άτυπη ψήφο εμπιστοσύνης την χρειάζεται η κυβέρνηση και ο πρωθυπουργός, ώστε να στείλει πολλαπλά μηνύματα προς τους πολίτες, αλλά και προς τους πολιτικούς αντιπάλους. Ξεκινώντας από το εσωτερικό της ΝΔ, η υπερψήφιση του προϋπολογισμού και μάλιστα από τον «απόλυτο» αριθμό των γαλάζιων βουλευτών θα στείλει ένα μήνυμα ενότητας και αρραγούς κοινοβουλευτικής ομάδας, που δεν επηρεάστηκε ούτε από την πρόσφατη διαγραφή του πρώην πρωθυπουργού Αντώνη Σαμάρα, αλλά ούτε και τις διαφωνίες που εκφράστηκαν τους τελευταίους μήνες από βουλευτές προς τους υπουργούς και κατατέθηκαν μάλιστα μέσω σχετικών ερωτήσεων στο κοινοβούλιο.
Γράφει ο Γιάννης Ντσούνος
Σε ό,τι αφορά στα κόμματα της αντιπολίτευσης και ιδιαίτερα στο ΠΑΣΟΚ, που έχει πάρει την θέση τη αξιωματικής αντιπολίτευσης, το μήνυμα που εκπέμπεται είναι ότι βασική διαφορά μεταξύ κυβέρνησης και αξιωματικής αντιπολίτευσης είναι ότι η κυβέρνηση κάνει πράξη αυτά που υπόσχεται, ενώ η αντιπολίτευση μόνο υπόσχεται χωρίς να κοστολογεί και μάλιστα σε αρκετές περιπτώσεις αγγίζει τα όρια του «λαϊκισμού» με μόνο στόχο την άντληση ψηφοφόρων από τις κοινωνικές και επαγγελματικές ομάδες, που τους «χαϊδεύει αυτιά», όπως υποστηρίζουν τα κυβερνητικά στελέχη.
Παλαιοκομματική στάση
Σε αυτό το πλαίσιο τα στελέχη της ΝΔ μετά την ψήφιση του προϋπολογισμού θα χρεώνουν στην αξιωματική αντιπολίτευση μια «στείρα» και παλαιοκομματική στάση του «όχι σε όλα» ακόμη και στις μειώσεις φόρων, την αύξηση του εισοδήματός των πολιτών, αλλά και των πρόσφατων παρεμβάσεων στις προμήθειες των τραπεζών. Από τη μάχη του προϋπολογισμού η κυβέρνηση εκτιμά ότι θα βγει κερδισμένη και θα ανακτήσει την εμπιστοσύνη των πολιτών, κυρίως στον τομέα της αντιμετώπισης των προβλημάτων της καθημερινότητας. Οι παρεμβάσεις στον τραπεζικό κλάδο μέσω της μείωσης των επιβαρύνσεων των πολιτών κατά τις συναλλαγές τους, οι μειώσεις 12 επιπλέον φόρων που αφορούν σε εισόδημα και ασφαλιστικές εισφορές, αλλά και τα προγράμματα στέγασης που εγκρίθηκαν και θα «τρέξουν» το αμέσως επόμενο διάστημα θα αποτελέσουν τα σημεία του πολυπόθητου «restart» που επιθυμεί το Μέγαρο Μαξίμου.
Τα προβλήματα της καθημερινότητας
Επιπλέον η ψήφιση του προϋπολογισμού ίσως αποτελέσει και την αφετηρία για την αντιμετώπιση μιας σειράς ζητημάτων (κυρίως καθημερινότητας) που έχουν μείνει ανοικτά για το κυβερνητικό επιτελείο. Η ακρίβεια παραμένει στην πρώτη θέση των ζητημάτων που δεν έχουν επιλυθεί, παρά το γεγονός ότι η κυβέρνηση προχώρησε και στην επιδότηση των λογαριασμών του ρεύματος, αλλά και στην διενέργεια αποτελεσματικών ελέγχων στην αγορά που εντόπισαν φαινόμενα αισχροκέρδειας, με τις Αρχές να επιβάλλουν μεγάλα πρόστιμα.
Στην μάχη κατά της ακρίβειας μπαίνουν ενόψει εορτών και τα καλάθια για Χριστούγεννα και το καλάθι του Αϊ Βασίλη που περιλαμβάνουν περισσότερα προϊόντα από κάθε άλλη χρονιά. Πάρα όμως αυτές τις πρωτοβουλίες η ακρίβεια επιμένει όπως επιμένει και η έντονη κριτική από την αντιπολίτευση κυρίως για την παραμονή του ΦΠΑ στα ίδια επίπεδα και την άρνηση της κυβέρνησης να τον μειώσει είτε οριζόντια, είτε ανά κατηγορίες αγαθών. Υγεία και ασφάλεια είναι δύο ακόμη ζητήματα που προβληματίζουν το κυβερνητικό επιτελείο, με τις εκτιμήσεις ωστόσο να κάνουν λόγο για σημαντική βελτίωση στην υγεία μέσω και του θεσμού των απογευματινών χειρουργείων, την ίδια ώρα που έχουν μειωθεί σημαντικά και οι βασικοί δείκτες για την εγκληματικότητα.
Σε πρώτη κυβερνητική προτεραιότητα
Ο Κυριάκος Μητσοτάκης γνωρίζει πολύ καλά ότι η κυριαρχία τόσο του ίδιου, όσο και της ΝΔ σε όλες τις δημοσκοπήσεις μπορεί να επηρεαστεί σημαντικά όσο τα ζητήματα που προαναφέραμε δεν λυθούν και γι’ αυτόν τον λόγο θα τεθούν και από την έναρξη της νέας χρονιάς σε πρώτη κυβερνητική προτεραιότητα. Πάντως στις αρχές της νέας χρονιάς θα «φουντώσει» ξανά και η συζήτηση για την προεδρία της Δημοκρατίας. Η επιλογή προσώπου αποτελεί μια δύσκολη εξίσωση για τον πρωθυπουργό που πρέπει να ζυγίσει τις αντιδράσεις των επιλογών του τόσο στο εσωτερικό του κόμματος του, όσο και στα κόμματα της αντιπολίτευσης, αλλά και της κοινωνίας. Και σε αυτήν την περίπτωση με τις τόσο λεπτές ισορροπίες που έχουν διαμορφωθεί ένα είναι το σίγουρο: η συναίνεση δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη και ο πρωθυπουργός το γνωρίζει αυτό καλύτερα από τον καθένα.