της Κωνσταντίνας Γιαννακοπούλου Η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το «εκρηκτικό» κλίμα που καλλιεργεί η Άγκυρα στο Αιγαίο το τελευταίο διάστημα χρειάζονται ψύχραιμη ανάλυση, χωρίς ανούσιες κορώνες. Τα «κρούσματα» των νέων τουρκικών προκλήσεων έρχονται σε μια κρίσιμη περίοδο για τη χώρα μας. Η «Alpha freepress» ζήτησε τη συνδρομή ενός πεπειραμένου «ειδικού», προκειμένου να τοποθετηθεί στη […]
της Κωνσταντίνας Γιαννακοπούλου
Η ένταση στις ελληνοτουρκικές σχέσεις και το «εκρηκτικό» κλίμα που καλλιεργεί η Άγκυρα στο Αιγαίο το τελευταίο διάστημα χρειάζονται ψύχραιμη ανάλυση, χωρίς ανούσιες κορώνες. Τα «κρούσματα» των νέων τουρκικών προκλήσεων έρχονται σε μια κρίσιμη περίοδο για τη χώρα μας. Η «Alpha freepress» ζήτησε τη συνδρομή ενός πεπειραμένου «ειδικού», προκειμένου να τοποθετηθεί στη σωστή της διάσταση η επιθετικότητα της Τουρκίας του Ταγίπ Ερντογάν. Ο Αντιστράτηγος ε.α. Κωνσταντίνος Λουκόπουλος, που απαντά στις ερωτήσεις μας, είναι Αμυντικός Αναλυτής, Συντονιστής-Υπεύθυνος για τα θέματα Άμυνας και Διπλωματίας στο liberal.gr και μέλος του Ελληνικού Ινστιτούτου Στρατηγικών Μελετών. Είναι απόφοιτος της ΣΕΘΑ και έχει περατώσει Στρατηγικές Σπουδές Ασφαλείας, ενώ διατέλεσε εκπρόσωπος Τύπου του Α/ΓΕΕΘΑ, Διευθυντής Διεθνών Σχέσεων στο ΥΕΘΑ/ΓΓΟΣΑΕ, και υπηρέτησε σε διοικητικές και επιτελικές θέσεις στην Ελλάδα και στο ΝΑΤΟ.
H Τουρκία κλιμακώνει τις προκλήσεις προς την Ελλάδα, στήνοντας ένα σκηνικό έντασης με επιστέγασμα και το επικοινωνιακό «show» ανήμερα της κρίσης των Ιμίων. Όλα αυτά είναι, μόνο, προς εσωτερική κατανάλωση ή πρόκειται για μια νέα στρατηγική της Άγκυρας και με ποιο απώτερο σκοπό;
«Κρίνω σκόπιμο να κάνω μία εισαγωγική επισήμανση. Η Τουρκία από την επομένη κιόλας της Συνθήκης της Λωζάνης (Ιούλιος 1923) άρχισε να εφαρμόζει ένα κεκαλυμμένο μακροχρόνιο στρατηγικό σχέδιο για μία de facto, και γιατί όχι κάποτε de jure, αναθεώρησή της. Πρόκειται για μία διαχρονική λοιπόν Στρατηγική, είτε αυτή είναι κεμαλική είτε νέο-οθωμανική. Η Άγκυρα εδώ και καιρό δημιουργεί κλίμα έντασης με την Ελλάδα, τόσο σε επίπεδο ρητορικής και δημόσιας διπλωματίας, όσο και με περιορισμένες σε τόπο και χρόνο στρατιωτικές ενέργειες (μαζικές παραβιάσεις ΕΕΧ και παραβάσεις ΚΕΚ, υπερπτήσεις, «βιομηχανία» NAVTEX, αμφισβήτηση ορίων Έρευνας και Διάσωσης κ.λπ.). Απώτερος στόχος της διαχρονικά η ανατροπή του ισχύοντος status quo! Τους τελευταίους μήνες έχουμε μάλιστα μία ποιοτική αναβάθμιση του τουρκικού αναθεωρητισμού, με τις συνεχείς δηλώσεις Ερντογάν και Τούρκων αξιωματούχων για την Συνθήκη της Λωζάννης, αλλά και με τις αλλεπάλληλες αναφορές για τις αμφισβητούμενες μικρονησίδες (κάποιες από αυτές κατοικούνται) και βραχονησίδες που «έχουν αρπάξει»… οι Έλληνες! Έτσι φθάσαμε και στη θρασεία πρόκληση της Ηγεσίας των τουρκικών Ενόπλων Δυνάμεων. Παρά την κάποια… θεατρικότητα, η Άγκυρα με μία άκρως συμβολική ενέργεια εντυπωσιασμού με αποδέκτη και το εσωτερικό της Τουρκίας (για να αποκαταστήσει το γόητρο των Ε.Δ) αλλά, πρωτίστως, με «στόχο» την Ελλάδα, ακριβώς 21 χρόνια μετά την κρίση των Ιμίων “δήλωσε” με την “επίσκεψη” της Ηγεσίας των ΤΕΔ στην περιοχή “παρούσα”, και ότι αυτή είναι σε θέση να “κάνει κουμάντο” στο Αιγαίο! Μας αρέσει ή όχι, όλα δείχνουν ότι ίσως να βρισκόμαστε στην αρχή μιας παρατεταμένης κρίσης με την Τουρκία και θεωρώ ότι αυτό αποτελεί μια στρατηγική της επιλογή!».
Κατά τη γνώμη σας, πόσο σημαντικό ρόλο έχει διαδραματίσει στην αυξανόμενη τουρκική προκλητικότητα η απόφαση του Αρείου Πάγου για τη μη έκδοση των οκτώ Τούρκων στρατιωτικών στη γείτονα χώρα;
«Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι υπάρχει κάποια σύνδεση και με τον παραληρηματικό, γεμάτο απειλές, λόγο των Τούρκων μετά τη δικαστική απόφαση για τη μη έκδοση των “8”. Μια ματιά στα Τουρκικά ΜΜΕ, που κάλυψαν το συγκεκριμένο θέμα, στο διήμερο 29-31 Ιανουαρίου και τα υπονοούμενα για την “εχθρική ελληνική στάση” στο θέμα της (μη) έκδοσης των “8” επιβεβαιώνει την έστω έμμεση διασύνδεση».
Μήπως η «αναβάθμιση» των τουρκικών προκλήσεων, όπως αυτή της παρουσίας αρχηγών των τουρκικών ενόπλων δυνάμεων στα Ίμια, πραγματοποιείται και για να καλυφθεί το διαφαινόμενο στρατηγικό φιάσκο της Άγκυρας στη Συρία;
«Εκτιμώ ότι ο πρώτιστος στόχος αυτών των ενεργειών είναι η Ελλάδα, προς την οποία η Τουρκία ασκεί αναθεωρητική πολιτική. Η Τουρκία αντιμετωπίζει σοβαρά εσωτερικά προβλήματα που οφείλονται σε πολυσύνθετους παράγοντες. Επίσης, όχι μόνον δεν “της βγαίνει” το στρατηγικό πόκερ που έπαιξε στη Συρία, αλλά αντιμετωπίζει σοβαρά αδιέξοδα! Αντιμετωπίζει μία διαρκή “αιμορραγία” στην επιχείρηση “Ασπίδα του Ευφράτη” και είναι καθηλωμένη στην Αλ Μπαμπ. Ίσως η διαφαινόμενη στρατηγική “ήττα” στη Συρία να μπορούσε να εξισορροπηθεί από μία “επιτυχία” στο Αιγαίο!».
Πόσο ισχυρός και αξιόμαχος είναι ο τουρκικός στρατός αυτή τη στιγμή, έπειτα από τις μαζικές εκκαθαρίσεις στελεχών μετά την απόπειρα του πραξικοπήματος;
«Τόσο αυτό καθαυτό το αποτυχημένο στρατιωτικό πραξικόπημα, όσο και οι εκκαθαρίσεις, αλλά και οι λοιπές πολιτικές που ακολουθήθηκαν στον χώρο των Τ.Ε.Δ. έχουν μειώσει τη συνολική μαχητική ικανότητά τους. Αυτό όμως δεν θα πρέπει να μας καθησυχάζει, γιατί ακόμα και τώρα η Τουρκία διατηρεί επαρκή στρατιωτική ισχύ για περιορισμένες σε χρόνο και τόπο στρατιωτικές δράσεις».
Με το συνταγματικό δημοψήφισμα του Απριλίου ο Ερντογάν φιλοδοξεί να γίνει πραγματικός «σουλτάνος». Εξηγείστε μας τι διακυβεύεται στις τουρκικές κάλπες και πώς το αποτέλεσμα θα διαμορφώσει το πολιτικό τοπίο στην Τουρκία.
«Με τις συνταγματικές ρυθμίσεις που θα εγκριθούν, κατά πάσα πιθανότητα, με το Δημοψήφισμα του Απριλίου ο μέχρι τώρα πολιτικά κυρίαρχος Ερντογάν θα είναι πλέον και τυπικά ένας πανίσχυρος Πρόεδρος, σχεδόν… «Σουλτάνος». Οι “σουλτανικές” του αντιλήψεις εκτιμώ ότι θα τον οδηγήσουν σε έναν ανεξέλεγκτο αυταρχισμό και ολοκληρωτισμό και αυτό θα ποδηγετήσει, οπωσδήποτε, και τις εξωτερικές σχέσεις της Τουρκίας με ό,τι αυτό συνεπάγεται. Ίσως, όμως, αυτό να αποτελέσει και την αρχή της φθοράς του».
Μετά την εντατικοποίηση της τουρκικής επιθετικότητας, πώς κατά τη γνώμη σας πρέπει να αντιδράσει η Αθήνα; Υπάρχει ενδεδειγμένη διπλωματική ή στρατιωτική απάντηση στην τουρκική εμμονή; Με λίγα λόγια, οι Έλληνες πολίτες πρέπει να ανησυχούν για ενδεχόμενη πρόκληση «θερμού» επεισοδίου με απρόβλεπτες, ενδεχομένως, επιπτώσεις στην περιοχή του Αιγαίου;
«Η πολιτική κατευνασμού και η απουσία αξιόπιστης αποτροπής άνοιξαν την “όρεξη” στην τουρκική επιθετικότητα»
«Δυστυχώς, είναι εμφανής η απουσία μακρόχρονης συνεκτικής στρατηγικής για την αντιμετώπιση του τουρκικού αναθεωρητισμού, κάτι για το οποίο ευθύνονται βέβαια διαχρονικά όλοι οι κυβερνώντες. Η πολιτική κατευνασμού και η απουσία αξιόπιστης αποτροπής άνοιξαν την “όρεξη” στην τουρκική επιθετικότητα. Δεν αρκεί η επίκληση των υφισταμένων συνθηκών και του Διεθνούς Δικαίου για να μπει φραγμός στις τουρκικές μεθοδεύσεις που δημιουργούν σκηνικό κρίσης. Θα πρέπει να είμαστε σε θέση και να το επιβάλουμε. Σύντονη στρατιωτική προετοιμασία με ανάπτυξη αξιόπιστης αποτροπής, δημιουργία διπλωματικού κεφαλαίου και διπλωματική εκστρατεία για καταγγελία του τουρκικού αναθεωρητισμού και της τουρκικής επιθετικότητας που μπορεί να απειλήσει την σταθερότητα όλης της περιοχής, αποκατάσταση του εθνικού κύρους και δημιουργία ισχυρού και αρραγούς εσωτερικού μετώπου είναι τα πρώτα αναγκαία που πρέπει να ξεκινήσουν… “χθες”! Η εκτίμηση μου, βέβαια, είναι ότι η Άγκυρα δεν θα επιδιώξει μία γενικευμένη πολεμική σύγκρουση. Δεν τη συμφέρει για πολλούς λόγους, ενώ η ιστορία μάς λέει ότι θα προχωρούσε σε κάτι τέτοιο, μόνο, αν ήταν εξασφαλισμένη 100% η επιτυχία της. Με τη διαρκή απειλή χρήσεως στρατιωτικής βίας θα συνεχίσει να πιέζει όλο και περισσότερο τη χώρα μας για να έχει πάντα επίκαιρες τις μονομερείς απαιτήσεις της, να καλλιεργεί τα φοβικά της… σύνδρομα και έτσι να την φιλανδοποιήσει! Στα πλαίσια αυτής της στρατηγικής, είναι όμως ενδεχόμενη πλέον μία κρίση χαμηλής ή ακόμα και υψηλής εντάσεως, που θα μπορούσε να καταλήξει σε θερμό επεισόδιο με σκοπό τη δημιουργία νέων τετελεσμένων και υποστήριξη της αναθεωρητικής της πολιτικής. Η Ελλάδα, χωρίς φοβικά σύνδρομα, αλλά και ανόητους λεονταρισμούς, χωρίς εσωστρέφεια λόγω της δεινής οικονομικής μας κατάστασης, θα πρέπει να καταστήσει σαφές, προς όλους, ότι δεν αποδέχεται μεθοδεύσεις και πολιτικές που καταλύουν τους κανόνες Διεθνούς Δικαίου και θέτουν σε αμφισβήτηση τα κυριαρχικά της δικαιώματα, τα οποία, ακόμα και σήμερα, είναι αποφασισμένη με όλα τα διαθέσιμα μέσα να τα διαφυλάξει. Είναι αδήριτη ανάγκη να χαραχθεί από μηδενική βάση μία νέα συγκροτημένη και μακροπρόθεσμη στρατηγική που θα αποβλέπει στην ανάπτυξη αξιόπιστης αποτροπής και οπωσδήποτε ανάσχεσης της τουρκικής προκλητικότητας».
Δεν μπορώ να μην σας ρωτήσω και για την τουρκική στάση απέναντι στην προσπάθεια εξεύρεσης λύσης του Κυπριακού. Πώς κρίνετε τις τουρκικές θέσεις που εκφράστηκαν και στη διάσκεψη της Γενεύης; Μπορούν Αθήνα και Λευκωσία να αποδεχθούν λύση με την παραμονή κατοχικών στρατευμάτων στο νησί; Εκτιμάτε ότι ο Τούρκος πρόεδρος έχει πρόθεση να συμβάλει στην επίλυση του Κυπριακού ή ουσιαστικά υπονομεύει τις συνομιλίες που πραγματοποιούνται υπό την Αιγίδα του ΟΗΕ;
«Αυτό που επιδιώκει η Άγκυρα είναι η νομιμοποίηση των τετελεσμένων που προήλθαν από την εισβολή και την κατοχή του 38% της Κύπρου»
«Μόνο κάποιος αφελής μπορεί να πιστέψει ότι η Τουρκία ενδιαφέρεται, όντως, για μία βιώσιμη λύση με ένα λειτουργικό κράτος για να εξασφαλίσει την ειρηνική συμβίωση των δύο κοινοτήτων. Αυτό που επιδιώκει η Άγκυρα είναι η νομιμοποίηση των τετελεσμένων που προήλθαν από την εισβολή και την κατοχή του 38% της Κύπρου, και τελικά ο έλεγχος της Κύπρου. Το Κυπριακό είναι το εθνικό ζήτημα που απασχολεί και πολύ σωστά, αδιάλειπτα την ελληνική εξωτερική πολιτική εδώ και 60 χρόνια. Δεν νομίζω ότι υπάρχει εχέφρων Έλληνας που να μην επιθυμεί τη λύση του κυπριακού προβλήματος. Αλλά εδώ είναι το κρίσιμο ερώτημα. Οποιαδήποτε λύση; Δεν μπορεί να υπάρξει λύση, παρά τις ανεπίτρεπτες υποχωρήσεις της Ελληνικής πλευράς στο κεφάλαιο διακυβέρνησης και στο εδαφικό-περιουσιακό, με παραμονή τουρκικών στρατευμάτων στην Μεγαλόνησο. Θέλουμε την επίλυση του Κυπριακού αλλά λέμε όχι στη γεωστρατηγική παράδοση της Κύπρου στην Τουρκία, η οποία θα συνιστά “καταστροφική λύση”. Κάτι τέτοιο, θα έχει αρνητικές επιπτώσεις στο Αιγαίο και στη Θράκη. Και όπως συχνά-πυκνά έλεγε ως πανεπιστημιακός δάσκαλος ο ΥΠΕΞ κ. Κοτζιάς: “Η Ελληνική Εξωτερική Πολιτική οφείλει να αντιμετωπίσει το Κυπριακό όχι μόνο ως ένα ζήτημα αλληλεγγύης προς την Κύπρο, αλλά ως ένα συστατικό του τόξου αμέσων ελληνικών συμφερόντων”»!