Τον κίνδυνο η ρύπανση από την πετρελαιοκηλίδα στον Σαρωνικό να περάσει στην τροφική αλυσίδα μέσω των αλιευμάτων, προκαλώντας σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία των καταναλωτών επισημαίνουν οι επιστήμονες. Μιλώντας στην Real News προειδοποιούν τους κατοίκους της Αττικής να μην καταναλώνουν ψάρια και οστρακοειδή μέχρι να γίνουν οι απαραίτητοι έλεγχοι, οι οποίοι θα πρέπει να επαναλαμβάνονται για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όπως σημειώνει […]
Τον κίνδυνο η ρύπανση από την πετρελαιοκηλίδα στον Σαρωνικό να περάσει στην τροφική αλυσίδα μέσω των αλιευμάτων, προκαλώντας σημαντικές επιπτώσεις στην υγεία των καταναλωτών επισημαίνουν οι επιστήμονες.
Μιλώντας στην Real News προειδοποιούν τους κατοίκους της Αττικής να μην καταναλώνουν ψάρια και οστρακοειδή μέχρι να γίνουν οι απαραίτητοι έλεγχοι, οι οποίοι θα πρέπει να επαναλαμβάνονται για μεγάλο χρονικό διάστημα.
Όπως σημειώνει ο καθηγητής Τοξικολογίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας και πρόεδρος της Ελληνικής Εταιρίας Τοξικολογίας, Δ. Κουρέτας μέχρι στιγμής δεν έχει διευκρινιστεί επισήμως αν οι ουσίες που διέρρευσαν στη θάλασσα από το ναυάγιο του δεξαμενόπλοιου είναι πετρελαιοειδή ή λάδια ή και τα δύο.
«Στην πρώτη περίπτωση οι επιπτώσεις της ρύπανσης είναι βλαπτικές μεν αλλά αντιμετωπίσιμες σε μικρότερο χρονικό διάστημα. Στην περίπτωση όμως που διέρρευσαν λάδια οι συνέπειες θα είναι μακροχρόνιες», τόνισε.
Σε κάθε περίπτωση, όπως εξηγεί ο καθηγητής Τοξικολογίας, εκτός από τους ελέγχους που θα πρέπει να γίνουν αμέσως στα θαλάσσια είδη της πληγείσας περιοχής, οι διεθνείς κανόνες επιτάσσουν ιατρικούς ελέγχους και στους κατοίκους.
«Πρέπει να πάρουμε δείγμα αίματος από 100 – 200 ανθρώπους που ζουν κοντά στο σημείο της θαλάσσιας ρύπανσης για να διαπιστώσουμε σε ποιες ουσίες έχουν εκτεθεί. Η χώρα μας διαθέτει τα κατάλληλα εργαστήρια. Δεν μπορούμε να αντιμετωπίσουμε την κατάσταση με προχειρότητες. Μέχρι τότε οι αλιείς δε θα πρέπει να ψαρεύουν στην ευρύτερη περιοχή», τονίζει.
«Μόνο με εκτεταμένους ελέγχους στις πληγείσες περιοχές θα έχουμε ξεκάθαρη εικόνα για τις επιπτώσεις στο θαλάσσιο οικοσύστημα και πιο συγκεκριμένα στα θαλάσσια είδη. Πρέπει να δούμε ποιες ουσίες απορροφήθηκαν από τους οργανισμούς. Και γι’ αυτό απαιτείται βιοπαρακολούθηση της περιοχής με τη λήψη δειγμάτων για μεγάλο χρονικό διάστημα», λέει από την πλευρά του ο καθηγητής Βιολογίας του Αριστοτέλειου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης, Βασίλης Μιχαηλίδης.
«Πολλά ψάρια έχουν ήδη μεταναστεύσει. Αυτό βεβαίως δε σημαίνει ότι δεν έχουν μολυνθεί. Τη μεγαλύτερη ζημιά έχουν υποστεί οργανισμοί που δεν μπορούν να μετακινηθούν, όπως οστρακοειδή, μύδια, στρείδια, αχιβάδες, κ.λ.π. Πρέπει λοιπόν για κάποιο διάστημα και έως ότου έχουμε τα αποτελέσματα των ελέγχων να είμαστε προσεκτικοί και να αποφεύγουμε προς το παρόν την κατανάλωση ψαρικών από την περιοχή. Δεν χρειάζεται πανικός, αλλά τήρηση κανόνων».
Ο Κίμων Χατζημπίρος, καθηγητής Οικοσυστημάτων και Διαχείρισης Περιβάλλοντος στο ΕΜΠ, ο οποίος εξηγεί επιστημονικά πως η θαλάσσια ρύπανση μπορεί να έχει επιπτώσεις στον άνθρωπο μέσω της τροφικής αλυσίδας.
«Στο νερό θα αναπτυχθούν βακτήρια, τα οποία θα πολλαπλασιαστούν διότι ευνοούνται από τη ρύπανση. Με τον τρόπο αυτό η μόλυνση θα επεκταθεί στην τροφική αλυσίδα. Το ζωοπλαγκτόν θα καταναλώσει αυτά τα βακτήρια και με τη σειρά τους τα μικρά ψάρια και οι άλλοι θαλάσσιοι οργανισμοί θα καταναλώσουν πλαγκτόν. Τα μικράψάρια θα καταναλωθούν από μεγαλύτερα, με αποτέλεσμα η μόλυνση να φτάσει στον άνθρωπο», τονίζει.