Ο Κάρλες Πουτζδεμόν προτείνει στον ισπανό πρωθυπουργό Μαριάνο Ραχόι περίοδο δύο μηνών για διαπραγματεύσεις στην επιστολή του προς τον ισπανό πρωθυπουργό, χωρίς πάλι να δίνει καθαρή απάντηση, στο αν έχει κηρύξει ή όχι την ανεξαρτησία της Καταλονίας. Στην επιστολή, o Πουτζδεμόν υπερασπίζεται την οδό του διαλόγου και υπενθυμίζει ότι αποφάσισε να αναστείλει την ανακήρυξη της […]
Ο Κάρλες Πουτζδεμόν προτείνει στον ισπανό πρωθυπουργό Μαριάνο Ραχόι περίοδο δύο μηνών για διαπραγματεύσεις στην επιστολή του προς τον ισπανό πρωθυπουργό, χωρίς πάλι να δίνει καθαρή απάντηση, στο αν έχει κηρύξει ή όχι την ανεξαρτησία της Καταλονίας.
Στην επιστολή, o Πουτζδεμόν υπερασπίζεται την οδό του διαλόγου και υπενθυμίζει ότι αποφάσισε να αναστείλει την ανακήρυξη της ανεξαρτησίας για να ανοίξει μια διαδικασία, «δύο μηνών», ώστε να προσπαθήσουν να καταλήξουν σε συμφωνία με την Μαδρίτη.
Όπως προτείνει από τη μία πλευρά να σταματήσει η «καταστολή» εναντίον των Καταλανών πολιτών και εναντίον της κυβέρνησής του, με άρση του ελέγχου των οικονομικών της περιφέρειας. Από την άλλη πλευρά επαναφέρει την ιδέα του διαλόγου ζητώντας από τον Ισπανό πρωθυπουργό Ραχόι «έναν ειλικρινή διάλογο» και μια συνάντηση για την επίτευξη κάποιων πρώτων συμφωνιών.
Ο Πουτζδεμόν που δείχνει να είναι απόλυτα μπερδεμένος, τονίζει ότι «η κατάσταση που ζούμε είναι τόσο ρευστή που απαιτεί επείγουσες πολιτικές λύσεις και απαντήσεις».
Και υπενθυμίζει ότι στις 10 Οκτωβρίου έκανε «μια ειλικρινή προσφορά διαλόγου». «Δεν το έκανα ως απόδειξη αδυναμίας, αλλά ως μια ειλικρινή πρόταση για διάλογο, ώστε να βρούμε μια λύση για τη σχέση μεταξύ του ισπανικού κράτους και της Καταλονίας, η οποία ακροβατεί εδώ και πολλά χρόνια».
Σύμφωνα με την Deutsche Welle, σε περίπτωση που ο Πουτζντεμόν απαντούσε θετικά η ισπανική κυβέρνηση αναμενόταν να ενεργοποιήσει το άρθρο 155 του ισπανικού συντάγματος που μπορεί ουσιαστικά να οδηγήσει σε αφαίρεση του αυτοδιοίκητου της περιοχής και σε διάλυση του τοπικού κοινοβουλίου στην Καταλονία. Εάν, αντιθέτως, ο Καταλανός ηγέτης απαντούσε αρνητικά, τότε αναμενόταν να χάσει την κυβερνητική πλειοψηφία καθώς αυτή στηρίζεται στις ψήφους των νεομαρξιστών που ζητούν την άμεση διακήρυξη της ανεξαρτησίας.