Την ημέρα της εκλογικής διαδικασίας για την ανάδειξη νέου αρχηγού της Κεντροαριστεράς επέλεξε ο Κώστας Σημίτης για να απαντήσει στα δημοσιεύματα που έχουν κάνει την εμφάνισή τους και εμπλέκουν τον αδελφό του Σπύρο Σημίτη σε διακίνηση χρήματος παράνομης προέλευσης. Ο πρώην πρωθυπουργός αφότου ψήφισε, «κάνοντας το πρώτο αποφασιστικό βήμα για την αναγέννηση της Κεντροαριστεράς και τη συμμετοχή της, από […]
Την ημέρα της εκλογικής διαδικασίας για την ανάδειξη νέου αρχηγού της Κεντροαριστεράς επέλεξε ο Κώστας Σημίτης για να απαντήσει στα δημοσιεύματα που έχουν κάνει την εμφάνισή τους και εμπλέκουν τον αδελφό του Σπύρο Σημίτη σε διακίνηση χρήματος παράνομης προέλευσης.
Ο πρώην πρωθυπουργός αφότου ψήφισε, «κάνοντας το πρώτο αποφασιστικό βήμα για την αναγέννηση της Κεντροαριστεράς και τη συμμετοχή της, από θέση δύναμης, στις πολιτικές εξελίξεις», όπως σχολίασε, αναφέρθηκε και στην υπόθεση, συνδέοντάς την με τη δημιουργία του νέου ενιαίου φορέα της Κεντροαριστεράς.
«Πρόκειται για μια συκοφαντική εκστρατεία, η οποία θέλει να υπονομεύσει τη δημιουργία μιας νέας κεντροαριστερής παράταξης, αλλά δεν θα το πετύχει».
Στο κάδρο της ιστορίας αυτής βρίσκεται ένα έμβασμα 845.000 ευρώ το οποίο κατατέθηκε το 2010 στην Εμπορική Τράπεζα. Τη διαδρομή αυτού είναι που γυρεύουν οι ελληνικές εισαγγελικές αρχές. Το συγκεκριμένο ποσό είχε ξεκινήσει από offshore εταιρεία με έδρα τις Μπαχάμες και κατέληγε στον τραπεζικό λογαριασμό του Σπύρου Σημίτη σε ελληνική τράπεζα. Το ποσό παρέμεινε στη χώρα μόλις πέντε ημέρες και στη συνέχεια έφυγε και κατέληξε σε τράπεζα πολύ ισχυρής χώρας της Ε.Ε.
Η Δικαιοσύνη με τα αιτήματα δικαστικής συνδρομής που κατέθεσε διερευνά την υπόθεση. Ο ίδιος ο εμπλεκόμενος και καθηγητής Σπύρος Σημίτης με γραπτή δήλωση του χαρακτήρισε ως απαράδεκτα τα δημοσιεύματα που αναφέρονται στον ίδιο σχετικά με διακίνηση χρήματος παράνομης προέλευσης. Συγκεκριμένα αναφέρει: «Ενημερώθηκα για τα δημοσιεύματα που υπονοούν, ότι διακίνησα χρήματα παράνομης προέλευσης. Οι ισχυρισμοί αυτοί είναι απαράδεκτοι, συκοφαντικοί και εξυπηρετούν προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες.
Εργάστηκα ως καθηγητής του Πανεπιστημίου της Φρανκφούρτης επί πενήντα περίπου χρόνια. Δίδαξα επίσης κι εργάστηκα στις ΗΠΑ, τη Γαλλία, τη Γερμανία και την Ιταλία. Συνεργάστηκα επανειλημμένα με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Η σύζυγός μου εργάστηκε ως ψυχαναλύτρια επί σαράντα περίπου χρόνια, με σημαντική επιπλέον εκδοτική δραστηριότητα. Κατά την περίοδο 2001 μέχρι και το 2011 είχα στη Γερμανία καθαρά εισοδήματα ύψους 1.448.000 ευρώ – σύμφωνα με τα στοιχεία της Εφορίας – μετά δηλαδή από τις φορολογικές και άλλες κρατήσεις. Τις δύο προηγούμενες δεκαετίες τα εισοδήματά μου ήταν πιο υψηλά, ή τουλάχιστον αντίστοιχα. Από την πώληση ακινήτων μου στην Ελλάδα επίσης, έχω εισπράξει περίπου 500.000 ευρώ. Οι αποταμιεύσεις μας αυτές προέρχονται από την εργασία μιας ζωής. Είναι σημαντικές.
Τις επενδύσαμε σε διεθνείς τράπεζες κρίνοντας τις αποδόσεις. Στην Ελλάδα έκανα ένα έμβασμα στις 21/5/2010 με το ποσό των 845.000 ευρώ για την αγορά ακινήτου. Τις μέρες εκείνες υπήρξε στην Ελλάδα έκρηξη ανησυχίας, με συνέπεια μεγάλη φυγή κεφαλαίων. Αγορά ακινήτου υπό τις συνθήκες αυτές δεν ήταν πια νοητή. Επανέφερα το ποσό των 800.000 ευρώ στην Τράπεζα του τόπου κατοικίας μου, στη Γερμανία. Η φήμη που κυκλοφόρησε – ότι τα χρήματά μου έχουν “παράνομη προέλευση” – είναι ως εκ τούτου αναληθής και άκρως συκοφαντική. Όλα τα χρήματά μας είναι προϊόν της δουλειάς μας. Θα προσφύγω στη δικαιοσύνη, εναντίον οιουδήποτε επιδιώξει τη συκοφαντική δυσφήμισή μου».
Στο ίδιο μήκος κύματος κινείται και ο ίδιος ο Κώστας Σημίτης που βλέπει πολιτικές σκοπιμότητες.
Το περιβάλλον του δεν βρίσκει τυχαία την ανάμιξή του στην υπόθεση του αδελφού του, αμέσως μετά από την εμπλοκή του με τις καταγγελίες που έγιναν από κορυφαίο στέλεχος Γαλλικής εταιρείας σε κατάθεσή του ενώπιον των Γαλλικών εισαγγελικών αρχών. Επρόκειτο για τον πρώην πρόεδρο της Thales Engineering & Consulting Μισέλ Ζοσεράν, η εταιρεία του οποίου είχε κερδίσει σύμβαση, αναλαμβάνοντας τον εκσυγχρονισμό των έξι φρεγατών τύπου S του Πολεμικού Ναυτικού της Ελλάδος. Ο Ζοσεράν είχε υποστηρίξει το 2005 ότι η γαλλική εταιρεία έχασε το σύστημα ασφαλείας C4i των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004 επειδή στόχευσε χαμηλά και όχι κατευθείαν στον υπουργό Εσωτερικών και στον πρωθυπουργό, όπως είχαν πράξει οι ανταγωνιστές τους, που κέρδισαν και το έργο.
Πιο συγκεκριμένα είχε δηλώσει μεταξύ άλλων στις 20/5/2005 στους Γάλλους Εισαγγελείς: «Κλήθηκα να παρουσιάσω ένα σχέδιο για την ασφάλεια των Ολυμπιακών Αγώνων της Αθήνας το 2002 και στις αρχές του 2003. Από κει και ύστερα πηγαινοερχόμουν συνέχεια στην Ελλάδα και είχα επαφές με τον κ. Λουκά Ρωμανό, πρόεδρο της Thales International Ελλάδα. »Εκείνος μου υπέδειξε ότι έπρεπε να προβλέψουμε μια προμήθεια της τάξης του 7% με 10% για τον υπουργό Αμύνης.
Εκείνος μου επισήμανε ότι κατά την προηγούμενη συμφωνία πώλησης των φρεγατών στην Ελλάδα επετεύχθη μια συμφωνία σχετικά με την πληρωμή των προμηθειών με τον ίδιο τον υπουργό και η εταιρεία Thales κέρδισε τον διαγωνισμό».
Η συμφωνία στην οποία αναφέρεται ο κ. Ζοσεράν είναι αυτή η σύμβαση εκσυγχρονισμού των φρεγατών τύπου «S» τον Φεβρουάριο του 2003 επί υπουργίας Γ. Παπαντωνίου όπου η Thales Nederland B.V. ήταν ο κύριος ανάδοχος και αντισυμβαλλόμενος με το υπουργείο Εθνικής Άμυνας σε ό,τι αφορά τα αντισταθμιστικά ωφελήματα. Όπως αναφέρουν οι ανακριτές στην έκθεσή τους, το εξοπλιστικό πρόγραμμα αυτό αποτελεί την κοινή ιστορική βάση για τις δυο δικογραφίες που διαβιβάστηκαν στη Βουλή και που, όπως αναφέρουν, είναι απολύτως συναφείς μεταξύ τους.
Στον πρωθυπουργό της Ελλάδας ο κ. Ζοσεράν αναφέρεται -σύμφωνα με τη δικογραφία- σε όσα λέει στην κατάθεση αυτή σε σχέση με την ασφάλεια των Αγώνων. «Σχετικά με την ασφάλεια των Αγώνων ένας άλλος ανταγωνιστής ήταν η εταιρεία SAIC που υποστηριζόταν άμεσα από τον Dick Cheney. Και σύμφωνα με τον κ. Ρωμανό, χάσαμε αυτή τη συμφωνία γιατί εμείς στοχεύαμε χαμηλά, ενώ οι Αμερικανοί στόχευσαν κατευθείαν στον υπουργό Εσωτερικών και στον πρωθυπουργό».
Η απάντηση του γραφείου του πρώην πρωθυπουργού κ. Σημίτη απορρίπτει την υπόθεση και τους ισχυρισμούς ως ψευδείς.
«Ο Μ. Ζοσεράν, που ισχυρίσθηκε προ του 2006, ότι ο κ. Σημίτης εμπλέκεται στην προμήθεια του SAIC έχει καταδικαστεί ήδη από τα γαλλικά δικαστήρια για συκοφαντική δυσφήμιση. Οι δύο γαλλικές εφημερίδες που αναδημοσίευσαν τις δηλώσεις του καταδικάστηκαν επίσης. Οι διάφοροι ισχυρισμοί του αποδείχθηκαν ψευδείς. Έχει τιμωρηθεί ακόμη για άλλες παρανομίες με ποινή φυλάκισης, την οποία και εξέτισε. Βεβαίως, προ πολλού είχε απολυθεί και από την εταιρεία Thales στην οποία ήταν σημαίνον στέλεχος».
Ο πρώην πρωθυπουργός, μάλιστα, προειδοποιεί ότι θα προσφεύγει στη δικαιοσύνη εναντίον οποιουδήποτε, ο οποίος επιχειρεί στην πραγματικότητα τη συκοφάντησή του.