Καβγάδες, ζήλια, κακές σχέσεις με την πεθερά, και μια αίτηση διαζυγίου συνθέτουν το σκηνικό που είχε διαμορφωθεί πίσω από τις κλειστές πόρτες του διαμερίσματος στους Αγίους Αναργύρους όπου ζούσε η οικογένεια του Χρήστου Ζαπαντιώτη. Οι γείτονες μιλούν για μια οικογένεια υπόδειγμα. Οι περισσότεροι δεν γνώριζαν τα όσα συνέβαιναν πίσω από τις κλειστές πόρτες. Οι καβγάδες είχαν […]
Καβγάδες, ζήλια, κακές σχέσεις με την πεθερά, και μια αίτηση διαζυγίου συνθέτουν το σκηνικό που είχε διαμορφωθεί πίσω από τις κλειστές πόρτες του διαμερίσματος στους Αγίους Αναργύρους όπου ζούσε η οικογένεια του Χρήστου Ζαπαντιώτη.
Οι γείτονες μιλούν για μια οικογένεια υπόδειγμα. Οι περισσότεροι δεν γνώριζαν τα όσα συνέβαιναν πίσω από τις κλειστές πόρτες. Οι καβγάδες είχαν πάψει εδώ και καιρό να ακούγονται, καθώς όπως δηλώνει θείος της 49χρονης ιατρού Ελένης Χερουβείμ, το διαμέρισμα είχε ηχομόνωση.
Η realnews αναφέρει ακόμη ότι η Ελένη Χερουβείμ είχε ανακοινώσει στον σύζυγό της ότι θα καταθέσει αίτηση διαζυγίου και θα ζητήσει την επιμέλεια της κόρης τους.
Σύμφωνα με τον Μιχάλη Χερουβείμ, θείο της 49χρονης, το ζευγάρι είχε συχνά καυγάδες. «Η ανιψιά μου, μου έλεγε ότι ο Χρήστος θα τη σκότωνε γιατί του είχε ζητήσει να χωρίσουν. Τον φοβόταν και δεν ήξερε πως να διαχειριστεί το θυμό του. Τελευταία τσακώνονταν συνέχεια. Οι καυγάδες δεν ακούγονταν από τους γείτονες γιατί το σπίτι είχε ηχομόνωση», υποστηρίζει.
Σύμφωνα με τον ίδιο, στο μοιραίο διαμέρισμα υπάρχουν ακριβοί πίνακες, αρκετά χρήματα και χρυσές λίρες.
Ολα ξεκίνησαν το 2012 όταν το ζευγάρι, ο Χρήστος Ζαπαντιώτης και η Ελένη Χερουβείμ αποφάσισαν, ύστερα από μακρόχρονη σχέση, να παντρευτούν. Η μητέρα της ιατρού αντιδρούσε. Οι καβγάδες ανάμεσα σε γαμπρό και πεθερά ξεκίνησαν αμέσως και φούντωσαν πολύ περισσότερο μετά την απαίτηση του αστυνομικού να φύγει η ηλικιωμένη γυναίκα από το σπίτι της, για να ανοίξει εκεί ιατρείο η σύζυγός του.
Εξαδέλφη της 70χρονης μιλώντας στη realnews ανέφερε ότι κάθε φορά που ο 47χρονος ζητούσε από τη γυναίκα του να διώξει τη μητέρα της, εκείνη αρνούνταν. Του έλεγε πως την υπεραγαπούσε και δεν είχε κανέναν άλλο στον κόσμο. «Δεν μπορώ να τη διώξω. Είναι μόνη της», τού έλεγε. Δηλώνει μάλιστα ότι ο δολοφόνος και αυτόχειρας αστυνομικός «ζήλευε αφόρητα τη σύζυγό του και για την ιδιαίτερη σχέση με τη μητέρα της».
Συγγενείς και φίλοι των δύο γυναικών, μιλώντας στην ίδια εφημερίδα, αναφέρουν, μάλιστα, ότι τον αστυνομικό τον ενδιέφερε η περιουσία της πεθεράς του καθώς και ότι ζητούσε να γράψει το σπίτι της στο όνομα της συζύγου του γιατί φοβόταν ότι αν πέθαινε η γιαγιά υπήρχαν άλλα πέντε παιδιά της να διεκδικήσουν την κληρονομιά.