Η συγκρότηση της προανακριτικής επιτροπής όπως αποφασίστηκε την Τετάρτη, αποτελούσε το μοναδικό θεσμικό βήμα που μπορούσε να γίνει από τη μεριά του κοινοβουλίου ώστε ακριβώς να μην υπάρξει καμία απολύτως σκιά, τόνισε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ1. Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος […]
Η συγκρότηση της προανακριτικής επιτροπής όπως αποφασίστηκε την Τετάρτη, αποτελούσε το μοναδικό θεσμικό βήμα που μπορούσε να γίνει από τη μεριά του κοινοβουλίου ώστε ακριβώς να μην υπάρξει καμία απολύτως σκιά, τόνισε ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος, Δημήτρης Τζανακόπουλος, σε συνέντευξή του στο κεντρικό δελτίο ειδήσεων της ΕΡΤ1.
Ο υπουργός Επικρατείας και κυβερνητικός εκπρόσωπος τόνισε πως “όταν διαβιβάζεται μια δικογραφία στο κοινοβούλιο με τέτοια ανατριχιαστικά στοιχεία που θα κριθούν τελικά και κατά τη διάρκεια των συνεδριάσεων της Επιτροπής και κατά την έρευνα της δικαιοσύνης, η μοναδική επιλογή που είχαμε ήταν ακριβώς η συνεδρίαση της Ολομέλειας για να αποφασίσει τη συγκρότηση της Επιτροπής”.
Ερωτηθείς εάν η κυβέρνηση έδωσε αφορμή στην αντιπολίτευση να στέκεται σε διαδικαστικά θέματα με αποτέλεσμα να χαθεί η ουσία της υπόθεσης, ο κ. Τζανακόπουλος σημείωσε ότι δεν έχει χαθεί και τόνισε ότι “το γεγονός ότι η αντιπολίτευση επέμεινε στη διαδικασιολογία ήταν ένας τρόπος για να αποφύγει ακριβώς την ουσιαστική πολιτική συζήτηση για τα ζητήματα που θίγονται αυτές τις μέρες με επίκεντρο το σκάνδαλο Novartis και τον τρόπο που το χειρίστηκαν οι κυβερνήσεις έως το 2015. “Αυτό που είπαμε από την αρχή ήταν ότι θα ακολουθήσουμε όλες τις θεσμικές διαδικασίες”, είπε, τονίζοντας πως δεν καταλαβαίνει ποια είναι η θεσμική παρατυπία που καταλογίζει η αντιπολίτευση στην κυβέρνηση.
Στον αντίποδα, υπογράμμισε ότι “θεσμικά ατοπήματα είναι οι απειλές εναντίον μαρτύρων, οι μηνύσεις κατά δικαστικών και εισαγγελικών λειτουργών, η προσπάθεια εκφοβισμού και άμεσης παρέμβασης στη δικαιοσύνη και τίποτε από αυτά δεν έχει κάνει η κυβέρνηση”. “Όλα αφορούν την αντιπολίτευση και πολύ συγκεκριμένα πρόσωπα που αρχίζουν να διεκδικούν ξανά ηγετικούς ρόλους”, τόνισε.
Ερωτηθείς σχετικά, σημείωσε ότι “δεν υπάρχει κανένα τέτοιο σενάριο και πως “βασικός μας στόχος είναι η έξοδος της χώρας από τη μνημονιακή επιτροπεία που φαίνεται να πηγαίνει αρκετά καλά με βάση τις τελευταίες εξελίξεις στο μέτωπο της οικονομίας και των διεθνών σχέσεων της χώρας και το σύνολο της στρατηγικής μας καθορίζεται από τον μεταμνημονιακό ορίζοντα”. “Δεν έχουμε κανέναν λόγο να πάμε σε εκλογές πριν από τη λήξη της 4ετίας”, τόνισε.
Ερωτηθείς σχετικά είπε ότι βρισκόμαστε ακόμα στην αρχή μιας έρευνας, η δικογραφία είναι σε πολύ αρχικό στάδιο, αυτό που υπάρχει είναι οι καταθέσεις μαρτύρων και μια σειρά από άλλα στοιχεία που σε κάθε περίπτωση αποτελούν επαρκείς ενδείξεις για να ξεκινήσει η προκαταρκτική επιτροπή να διερευνά και να βγάλει το πόρισμά της. Σημείωσε πως το εάν αυτές οι ενδείξεις είναι αρκετές, ικανοποιητικές για την άσκηση ποινικής δίωξης, αυτό θα το αποφασίσει καταρχήν η Επιτροπή εφόσον έχει τη σχετική αρμοδιότητα, και αν όχι θα το αποφασίσει η Δικαιοσύνη.
Για το εάν θα κληθούν οι προστατευόμενοι μάρτυρες, επισήμανε ότι αυτό θα το αποφασίσει η προκαταρκτική επιτροπή. Σχετικά με το εάν αρκεί ένας μήνας για να υπάρχει πόρισμα της Επιτροπής, είπε πως αυτό δεν είναι κάτι που μπορούμε να το προεξοφλήσουμε, ότι θα το αποφασίσει η Επιτροπή στη βάση και του υλικού που έχει στη διάθεσή της και που μπορεί να προκύψει κατά τις διαδικασίες της Επιτροπής. Είπε πως γνώμη του είναι ότι καταρχήν ένας μήνας μπορεί να είναι αρκετός, αλλά αυτό δεν είναι εύκολο να προεξοφληθεί.
Στο ερώτημα γιατί δεν συμπεριλήφθηκε ο κ. Κουρουμπλής, είπε ότι δεν υπάρχουν καταθέσεις μαρτύρων ούτε κάποια άλλη καταγγελία, πέραν της μήνυσης που κατέθεσαν εναντίον του δύο πολιτικοί του αντίπαλοι, Λοβέρδος και Χριστοφιλοπούλου.
Σημείωσε ότι το ΠΑΣΟΚ ποινικοποίησε την υπόθεση και πως μιλάμε για μια τελείως διαφορετική υπόθεση. Εξήγησε ειδικότερα πως το γεγονός ότι μπορεί να ασκήσει κανείς πολιτική κριτική για τον τρόπο που διαπραγματεύτηκε το σύνολο της κυβέρνησης κατά την περίοδο Ιανουαρίου-Αυγούστου 2015 είναι προφανές, ωστόσο η ποινικοποίηση της διαπραγμάτευσης ή των πολιτικών επιλογών είναι κάτι διαφορετικό. Σε αυτό το πλαίσιο έβαλε και κατά του Αντώνη Σαμαρά που “προανήγγειλε περί τα δέκα ειδικά δικαστήρια εναντίον του πρωθυπουργού”.
Ερωτηθείς αν ήταν λάθος η παρουσία του στον ‘Αρειο Πάγο, σχολίασε πως εάν γνώριζε τη διαδικαστική φάση που βρίσκεται η δικογραφία δεν θα επέλεγε να πάει και πως όμως, δεδομένων των δημοσιευμάτων που υπήρχαν στον Τύπο του Σαββατοκύριακου αναφορικά με τη διαδικαστική φάση, είχε την υποχρέωση ως κυβερνητικός εκπρόσωπος να ρωτήσει την εισαγγελέα του ΑΠ ακριβώς για τη διαδικαστική φάση στην οποία βρίσκεται η έρευνα και για το αν και κατά πόσον θα διαβιβαστεί ή αναμένεται η διαβίβαση κάποιου φακέλου στη Βουλή. Δεν ήταν επομένως ουσιαστική η συζήτηση που είχε, πρόσθεσε. Για το εάν ήταν λάθος οι δηλώσεις Παπαγγελόπουλου μετά τη διαβίβαση της δικογραφίας στη Βουλή, ο κ. Τζανακόπουλος είπε πως οι υπουργοί Δικαιοσύνης έχουν απολύτως το πολιτικό δικαίωμα να σχολιάζουν πολιτικώ τω τρόπω μια υπόθεση που θα αποτελέσει για το επόμενο διάστημα ένα από τα κεντρικά ζητήματα της πολιτικής ατζέντας. “Δεν είναι θεσμικό ατόπημα αυτό”, τόνισε.
Για το εάν οι πολιτικές ευθύνες αφορούν και την περίοδο 2004-2009, σημείωσε ότι “οι πολιτικές ευθύνες αφορούν όλες τις κυβερνήσεις από το 2000 και μετά, τουλάχιστον και μέχρι το 2015, καθώς με βάση όλα τα επίσημα στοιχεία, όλη την περίοδο εκείνη μέχρι τουλάχιστον το 2010 οι υπερκοστολογήσεις μπορεί να στοίχισαν στο ελληνικό δημόσιο τουλάχιστον 23 δισ. ευρώ”. “Και προφανώς”, συνέχισε, “οι πολιτικές ευθύνες αφορούν και την κυβέρνηση Σημίτη και την κυβέρνηση του κ. Καραμανλή και την κυβέρνηση του κ. Παπανδρέου μετέπειτα και όλες τις μνημονιακές κυβερνήσεις που αποτελούν το κέντρο αυτού του σκανδάλου, τουλάχιστον απ’ ό,τι προκύπτει μέχρι στιγμής”.
“Η Ελλάδα πρέπει να έχει όσο το δυνατόν λιγότερα διπλωματικά μέτωπα ανοικτά”
Ο κ. Τζανακόπουλος είπε σχετικά με το ζήτημα της ονομασίας της πΓΔΜ ότι δεν υπάρχει καμία πίεση προς την ελληνική πλευρά για λύση. Τόνισε ότι υπάρχει η δυνατότητα για την Ελλάδα και τη γείτονα να βρουν μια κοινή συμβιβαστική αμοιβαία αποδεκτή λύση που θα κάνει καλό και στις δύο χώρες αλλά και στο σύνολο των Βαλκανίων. “Πρέπει να κατανοήσουμε όλοι ότι μια χώρα σαν την Ελλάδα πρέπει να έχει όσο το δυνατόν λιγότερα διπλωματικά μέτωπα ανοικτά”, υπογράμμισε.
Ανέφερε ότι ο κ. Καμμένος έχει εκφράσει την άποψη του και πως από εκεί και πέρα ο πρωθυπουργός και ο υπουργός Εξωτερικών έχουν δηλώσει με ποια θέση προσέρχεται η Αθήνα στις διαπραγματεύσεις. Συνέστησε υπομονή, να δούμε ποια θα είναι η πρόταση λύσης στην οποία θα καταλήξουν οι δύο πλευρές “και από εκεί και πέρα να κάνουμε όλοι τις τοποθετήσεις μας”.
Παρότι τις τελευταίες μέρες έχει υπάρξει μια αποκλιμάκωση, υπάρχει προφανώς προβληματισμός, είπε για τα ελληνοτουρκικά. Τόνισε ότι πράγματι αυτή τη στιγμή η Τουρκία, ενώ θα μπορούσε κανείς να την υποτιμήσει λέγοντας ότι λειτουργεί με όρους θυμικού, γοήτρου, νευρικότητας, έχει στρατηγικό σχέδιο το οποίο προφανώς επικαθορίζεται από το Κουρδικό. Ανοίγει, είπε, πάρα πολλά μέτωπα και σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, ώστε να έχει περισσότερα διαπραγματευτικά όπλα στην προσπάθειά της να επιλύσει το κεντρικό ζήτημα που την απασχολεί.
“Επιμένουμε στην έξοδο χωρίς προληπτική γραμμή στήριξης”
Ο κ. Τζανακόπουλος είπε ότι οι περισσότεροι διεθνείς αναλυτές, πάρα πολλοί Ευρωπαίοι αξιωματούχοι και αρκετές κυβερνήσεις της Ευρώπης έχουν μια αρκετά σαφή άποψη και προτιμούν μια καθαρή έξοδο που δεν θα περιλαμβάνει την προληπτική γραμμή στήριξης. “Αυτό είναι το καλύτερο σενάριο και το βασικό σενάριο στη βάση του οποίου διαπραγματευόμαστε μετά και την απόφαση του Eurogroup της 15ης Ιουνίου 2017”, σημείωσε.
“Επιμένουμε στην έξοδο χωρίς προληπτική γραμμή στήριξης”. Γιατί, σημείωσε, τον ρόλο αυτής θα παίξει το μαξιλάρι ρευστότητας που δημιουργεί η χώρα και με βάση την απόφαση του Eurogroup και τις εκταμιεύσεις που κάνει ο ESM μετά το πέρας κάθε αξιολόγησης, αλλά και με τις εξόδους στις αγορές που δείχνουν ότι έχουμε σιγά-σιγά τη δυνατότητα να αναχρηματοδοτούμε το ελληνικό χρέος χωρίς τη στήριξη του επίσημου τομέα.