Τις χαμηλές επιδόσεις της Ελλάδας τόσο σε ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ όσο και στην ιδιωτική κατανάλωση καταγράφει η ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το 2017. Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης σε ό,τι αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας με 1,4%, το οποίο υπολείπεται σημαντικά του 2,3% της […]
Τις χαμηλές επιδόσεις της Ελλάδας τόσο σε ρυθμούς ανάπτυξης του ΑΕΠ όσο και στην ιδιωτική κατανάλωση καταγράφει η ετήσια έκθεση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας για το 2017.
Η Ελλάδα βρίσκεται στην τελευταία θέση μεταξύ των χωρών της Ευρωζώνης σε ό,τι αφορά τους ρυθμούς ανάπτυξης της οικονομίας με 1,4%, το οποίο υπολείπεται σημαντικά του 2,3% της Ευρωζώνης και του 2,4% του μέσου ευρωπαϊκού όρου.
Σε όρους κατά κεφαλήν ΑΕΠ, σε τρέχουσες τιμές, στην Ελλάδα διαμορφώθηκε στα 19,9 χιλ. ευρώ έναντι μέσου όρου 31,7 χιλ. ευρώ στην ευρωζώνη και 29,9 χιλ. ευρώ στην Ευρωπαϊκή Ενωση.
Έτσι ενώ σε κάθε Έλληνα αντιστοιχούν 19,9 χιλ. ευρώ για τους Πορτογάλους το κατά κεφαλήν εισόδημα ανέρχεται σε 23,1 χιλ. ευρώ, για τους Ιρλανδούς σε 54,6 χιλ. ευρώ, για τους Κύπριους 24,5 χιλ, ευρώ και 27,4 χιλ. ευρώ για τους Ισπανούς. Σε χαμηλότερα επίπεδα από την Ελλάδα σε κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ευρωζώνη βρίσκεται η Λιθουανία με 19,4 χιλ. ευρώ.
Σημαντική είναι και η υστέρηση στην ιδιωτική κατανάλωση όπου η Ελλάδα παραμένει στην τελευταία θέση της ΕΕ, καθώς το 2017 ενισχύθηκε μόλις κατά 0,1% έναντι της μέσης ανόδου 1,6% στην ευρωζώνη και 1,9% στην ΕΕ.
«Το ελληνικό δράμα χρέους συνεχίζεται, ανέφικτη η καθαρή έξοδος»
Η ιδιωτική κατανάλωση στην Ελλάδα ενισχύθηκε το 2017 μόλις κατά 0,1%
To κόστος δανεισμού στην Ελλάδα διαμορφώνεται στα υψηλότερα επίπεδα σε ολόκληρη την ευρωζώνη, με μέσο κόστος 4,51% έναντι μέσου όρου 1,76% το χρόνο.
Η αύξηση των εξαγωγών διαμορφώθηκε στο 6,8% στην Ελλάδα το 2017, έναντι μέσου όρου 4,9% στην ευρωζώνη ενώ πάνω από το μέσο όρο κινούνται και οι εισαγωγές, οι οποίες αυξήθηκαν κατά 7,2% πέρυσι έναντι 4,4% στην ευρωζώνη.
Ισχυρή ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ
Το 2017, η οικονομική ανάκαμψη στη ζώνη του ευρώ εξελίχθηκε σε ισχυρή και ευρείας βάσης επέκταση. Η οικονομία αναπτύχθηκε με ρυθμό 2,5% και μέχρι το τέλος του έτους είχε καταγράψει θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης επί 18 συναπτά τρίμηνα, αναφέρει ο επικεφαλής της ΕΚΤ στο εισαγωγικό του σημείωμα.
Πρόκειται για την ισχυρότερη επέκταση που έχει σημειωθεί την τελευταία δεκαετία και την ευρύτερη της τελευταίας εικοσαετίας. Η διασπορά των ρυθμών ανάπτυξης μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ υποχώρησε στο χαμηλότερο επίπεδο που έχει παρατηρηθεί από την έναρξη της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης.
Ουραγός και ρυθμούς αύξησης του ΑΕΠ, η Ελλάδα
Χάρη στην ισχυρή ανάπτυξη, η ανάκαμψη στην αγορά εργασίας συνεχίστηκε με ταχύ ρυθμό. Η απασχόληση αυξήθηκε κατά 1,6% για να διαμορφωθεί στο υψηλότερο επίπεδο στα χρονικά, εξέλιξη στην οποία συνέβαλαν τα πρωτοφανή ποσοστά συμμετοχής των γυναικών και των ατόμων μεγαλύτερης ηλικίας στο εργατικό δυναμικό.
Η ανεργία μειώθηκε στο χαμηλότερο επίπεδό της από τον Ιανουάριο του 2009. Συνολικά, από τα μέσα του 2013 έχουν δημιουργηθεί 7,5 εκατομμύρια θέσεις εργασίας, αντισταθμίζοντας πλήρως τον αριθμό θέσεων εργασίας που απωλέσθηκαν στη διάρκεια της κρίσης.
Τσακαλώτος: Στόχος μας «ένα πρόγραμμα μεταμνημονιακής παρακολούθησης»
Όπως και τα προηγούμενα έτη, η νομισματική πολιτική της ΕΚΤ διαδραμάτισε κεντρικό ρόλο σε αυτή την ανάκαμψη και σύγκλιση. Το 2017 εξαλείφθηκαν σε μεγάλο βαθμό οι ασυμμετρίες που είχαν χαρακτηρίσει στο παρελθόν τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής μας, ενώ οι συνθήκες χρηματοδότησης σταθεροποιήθηκαν σε πολύ ευνοϊκά επίπεδα σε ολόκληρη τη ζώνη του ευρώ.
Αυτό συνέβαλε ώστε ο ρυθμός αύξησης των πιστώσεων προς τον ιδιωτικό τομέα να σημειώσει τη μεγαλύτερη επιτάχυνση που έχει παρατηρηθεί μετά την εκδήλωση της κρίσης το 2008.
Ωστόσο, οι ισχυρές επιδόσεις της πραγματικής οικονομίας δεν συνοδεύθηκαν από ανάλογες εξελίξεις στον πληθωρισμό. Ενώ ο μετρούμενος πληθωρισμός ανέκαμψε σε σχέση με προηγούμενα ιστορικώς χαμηλά επίπεδά του και διαμορφώθηκε σε 1,5% κατά μέσο όρο στο σύνολο του έτους, οι εγχώριες πιέσεις στις τιμές παρέμειναν υποτονικές και ο υποκείμενος πληθωρισμός δεν παρουσίασε ενδείξεις διαρκούς ανοδικής τάσης.