Γράφει η Ευτυχία Παπούλια Κοινωνιολόγος «Μπορείς να είσαι νέος χωρίς λεφτά, αλλά δεν μπορείς να είσαι γέρος χωρίς λεφτά» Τενεσί Ουίλιαμς, Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας Ίσως για τη νεότερη γενιά που καλείται να σηκώσει στις πλάτες της την ρημαγμένη από κυβερνήσεις Ελλάδα, να έπρεπε πηγή ελπίδας να είναι μόνο αυτός ο νέος, που ξυπνάει τα χαράματα να πάει […]
Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
«Μπορείς να είσαι νέος χωρίς λεφτά, αλλά δεν μπορείς να είσαι γέρος χωρίς λεφτά»
Τενεσί Ουίλιαμς, Αμερικανός θεατρικός συγγραφέας
Ίσως για τη νεότερη γενιά που καλείται να σηκώσει στις πλάτες της την ρημαγμένη από κυβερνήσεις Ελλάδα, να έπρεπε πηγή ελπίδας να είναι μόνο αυτός ο νέος, που ξυπνάει τα χαράματα να πάει στο Πανεπιστήμιο και αμέσως μετά τρέχει να βγάλει το μεροκάματο. Εκείνη η νεαρή μητέρα που επέλεξε τον «άγριο» δρόμο της μονογονεϊκής οικογένειας και μέσα στην απειρία της για τη ζωή, δίνει ψυχή και σώμα για να τα καταφέρει, χωρίς να εξευτελίζεται.
Ή αυτά τα παιδιά που έμειναν εδώ, στα δικά μας χώματα και με σκληρή εργασία και ατελείωτα ξενύχτια ξέφυγαν από τη «μάστιγα» των 500 ευρώ δίχως να μεμψιμοιρήσουν.
Όμως, δεν γίνεται να μην σου αποσπάσει την προσοχή το ηλικιωμένο ζευγαράκι στο Ζάππειο που βγήκε χέρι – χέρι για περίπατο, απολαμβάνοντας την τρίτη ηλικία. Ο παππούς με το χαμόγελο ως τα αυτιά που παίζει με το εγγόνι του στην παιδική χαρά, η γιαγιά στο διπλανό διαμέρισμα που αν σε πετύχει στην πυλωτή θα ρωτήσει ξανά αν τελικά βρήκες εκείνο το καλό παιδί για να «νοικοκυρευτείς».
Δεν μπορεί να μην δακρύζεις όταν αντικρίζεις τους γονείς σου γεμάτους ρυτίδες με λευκά μαλλιά να ορμούν πάνω σου για αγκαλιές όταν «θυμηθείς» να πας επίσκεψη στο πατρικό σου. Να μην θυμώνεις με όλα όταν ξέρεις πως ακόμη κρατούν «κομπόδεμα» για τα εγγόνια, δεν τολμούν να ξοδέψουν πολλά για εκείνους.
Κι όμως, όλοι αυτοί που καθοδηγούν τη νέα γενιά και βρίσκονται πάντα εκεί για να την στηρίξουν, καλούνται τώρα να… βιαστούν να εγκαταλείψουν τον μάταιο τούτο κόσμο.
«Οι παλαιοί συνταξιούχοι- θα τεθούν εκτός συστήματος με φυσικό τρόπο»…
Τάδε έφη ο Ευκλείδης Τσακαλώτος κατά την ομιλία του στο 13ο ελληνικό Roadshow, στο Λονδίνο, αναλύοντας τα… σχέδια της κυβέρνησης για την επίλυση του συνταξιοδοτικού τα επόμενα χρόνια.
Οι δηλώσεις του Ευκλείδη Τσακαλώτου σχολιάστηκαν αναλόγως στα social media, καθώς αυτοί, οι παλαιοί συνταξιούχοι όπως τους αποκάλεσε ο υπουργός Οικονομικών, που θα πεθάνουν και θα δώσουν λύση στο… ασφαλιστικό, είναι οι γονείς μας και πολλοί από αυτούς είναι και χρήστες του διαδικτύου, αλλά και ψηφοφόροι, Έλληνες πολίτες που αν μη τι άλλο, μετά από οκτώ χρόνια μνημονίων και «αιματηρές» περικοπές σε μισθούς, συντάξεις και παροχές, αξιώνουν τη στοιχειώδη ευαισθησία και τον σεβασμό από έναν κορυφαίο υπουργό της κυβέρνησης.
Μα υπάρχουν σήμερα ηγέτες που να σκέφτονται τον θάνατο των συνταξιούχων σαν λύση του ασφαλιστικού;
-Σκέφτομαι κάτι, σημαίνει ελπίζω σε αυτό, προσδοκώ να συμβεί», μου είπε ο κυρ Μήτσος, που τον συναντώ καθημερινά στο καφέ δίπλα στη δουλειά.
-Θα σου επιβάλλω εμπάργκο στη γλώσσα! Τι είναι αυτά που λες;», του απάντησα χαριτολογώντας.
-Μα το είπε ο Πρωθυπουργός. Η φύση θα συμβάλλει στη λύση του προβλήματος με την αναπόφευκτη «αποχώρηση» των συνταξιούχων.
–Θα εισέρχονται όμως νέοι συνταξιούχοι, άρα η ισορροπία θα διατηρείται, είπα για να λάβω την αποστομωτική απάντηση, πως «τότε μάλλον πρέπει να πεθάνουμε όλοι»!
Θυμόσοφος, αινιγματικός ο κυρ Μήτσος πάντα με αιφνιδίαζε με αυτές τις εμμονές του να διεισδύει στα βάθη της ανθρώπινης σκέψης και δυσκολευόμουν να τον αντιμετωπίσω.
Αθλητικός τύπος, ευχάριστος, διανύει ήδη την έβδομη δεκαετία της ζωής του κάνοντας ποδήλατο, υγιεινή ζωή, γυμναστική. Δεν φαίνεται διατεθειμένος… να συμβάλλει στη λύση του ασφαλιστικού όπως την εννοεί ο πρωθυπουργός μας. Ως τώρα κατάφερνε οριακά να τα βγάζει πέρα παρ’ όλες τις περικοπές στη σύνταξή του. Όμως αυτό το ορόσημο της πρώτης Ιανουαρίου του νέου έτους τον κάνει για πρώτη φορά στη ζωή του να βλέπει το ποτήρι μισοάδειο. Ή καλύτερα τελείως άδειο.
Το ίδιο συναίσθημα, τον ίδιο φόβο δηλαδή που βιώνει και η κυβέρνηση. Αλλά εκείνη τουλάχιστον ελπίζει στην συμβολή της φύσης, στη δύναμη του πεπρωμένου των συνταξιούχων, τους οποίους καθησυχάζει με το ληγμένο αλλά πάντα αποτελεσματικό χάπι της ελπίδας.
Πως τελικά η μείωση των συντάξεων θα αποτραπεί στο παρά πέντε. Όχι πιο νωρίς.
Εκείνο όμως που δεν μπορεί να δεχτεί ο κυρ Μήτσος, είναι αυτή η φρικτή διαπίστωση, πως όλα αυτά τα χρόνια το κράτος τον εξαπατούσε ζητώντας του να αποταμιεύει τα χρήματα της σύνταξής του σε έναν κουμπαρά που τα κλειδιά τα κρατούσε τελικά… μόνο εκείνο.
«Δεν έχω τώρα χρήματα», του λέει ξεδιάντροπα! Ελπίζω να πεθάνεις γρήγορα εσύ και όλοι οι συνταξιούχοι και να γλιτώσουμε από σας. Δε μπορώ να σας πληρώνω χωρίς να προσφέρετε τίποτα!
Λίγο πριν τον χαιρετήσω χτυπώντας τον απαλά στην πλάτη χωρίς να τολμήσω να ξεστομίσω τη λέξη «κουράγιο», τον ρώτησα κάτι τελευταίο.
«Φοβάσαι τον θάνατο κυρ Μήτσο;»
«Καθόλου κορίτσι μου. Τη ζωή φοβάμαι όταν τη διαχειρίζονται άνθρωποι, που σκέφτονται έτσι».
Και εκεί χαμήλωσα το βλέμμα κι έφυγα σχεδόν βουρκωμένη μαζί με την έκκλησή του, εμείς οι νέοι να δώσουμε ένα τέλος σε αυτή την «επιτομή της κυνικότητας» που προκαλεί τόση θλίψη στα πρόσωπα αυτών που μας χάρισαν τη ζωή.