Γράφει η Ευτυχία Παπούλια Κοινωνιολόγος Φυσικά και είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο νόμο. Απαγορεύεται το ίδιο, τόσο στους πλούσιους όσο και στους φτωχούς, να κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες, να ζητιανεύουν και να κλέβουν ψωμί. Ανατόλ Φρανς, Γάλλος συγγραφέας, Νόμπελ 1921 Δεν υπάρχει υγιής πνευματικά πολίτης, που να μην αναστέναξε από ανακούφιση όταν έγινε γνωστή αποφυλάκιση […]
Γράφει η Ευτυχία Παπούλια
Κοινωνιολόγος
Φυσικά και είμαστε όλοι ίσοι απέναντι στο νόμο. Απαγορεύεται το ίδιο, τόσο στους πλούσιους όσο και στους φτωχούς, να κοιμούνται κάτω από τις γέφυρες, να ζητιανεύουν και να κλέβουν ψωμί.
Ανατόλ Φρανς, Γάλλος συγγραφέας, Νόμπελ 1921
Δεν υπάρχει υγιής πνευματικά πολίτης, που να μην αναστέναξε από ανακούφιση όταν έγινε γνωστή αποφυλάκιση της καθαρίστριας.
Ακόμη και αν αφήσουμε στην άκρη τις αναπόφευκτες συγκρίσεις με ποινές που εκτίουν εγκληματίες και κακοποιοί, η δεκαετής τιμωρία πίσω από τα κάγκελα για ένα παραποιημένο στοιχείο είναι τουλάχιστον βάρβαρη.
Ωστόσο, σε μια εποχή απόλυτης παρακμής, είναι αδιανόητο να σκοντάφτουμε συνεχώς στον ανασταλτικό παράγοντα της ατιμωρησίας. Το ότι υπάρχουν μεγαλοαπατεώνες που κυκλοφορούν ελεύθεροι, δεν σημαίνει ότι μπορεί κανείς να τους επικαλεστεί για να αθωωθεί μια μικρότερης κλίμακας απάτη.
Η πλαστογραφία είναι έννοια συνυφασμένη με την Ελλάδα, με περιστατικά εξαπάτησης από δημόσιους λειτουργούς να αποκαλύπτονται διαρκώς, χωρίς ωστόσο να υπάρχουν συνέπειες.
Γεγονός που προκαλούσε πολλές δίκαιες «φωνές», όπως όμως προκάλεσε τώρα και η άλλη όψη. Η τιμωρία.
Η συγγνώμη της καθαρίστριας, ήχησε στα αυτιά πολλών σαν την ηχώ ταινίας του ’50, όταν ψηφίστηκε ο νόμος για κατάχρηση του δημοσίου χρήματος πάνω στον οποίο στηρίχτηκε η καταδίκη μιας φτωχής μητέρας. Η δικαιοσύνη, αποφάσισε ίσως να κάνει την αρχή, «πέφτοντας» όμως σε μια γυναίκα που αδύναμη, με δραματικό παρελθόν.
Με τι όμως θα είμαστε τελικά ικανοποιημένοι;
Η συγγνώμη από την κοινωνία, θα μπορούσε να χαρακτηριστεί και συγκινητική. Ουσιαστικά όμως δεν έχει αποδέκτη αφού και η πιο βαριά παρεκτροπή μιας μάνας, μιας οποιασδήποτε μάνας, χάρη των παιδιών της εξ ορισμού καταξιώνεται στη λαϊκή συνείδηση ως τίτλος τιμής για εκείνη.
Αν από κάποιον χρειάζεται να ζητήσει ειλικρινά συγνώμη θα έπρεπε να είναι η επόμενη επιλαχούσα μάνα με περισσότερα ίσως παιδιά, με μεγαλύτερες ίσως ανάγκες από εκείνη, κυρίως με τη διάθεση να μεγαλώσει τα παιδιά της με προσήλωση στη νομιμότητα.
Αντί λοιπόν το Σωματείο της να εγκαλεί τη δικαιοσύνη για δύο μέτρα και σταθμά απέναντι σε μικρούς και μεγάλους πλαστογράφους, αντί να ζητά την παρέμβαση του Προέδρου της Δημοκρατίας να νομιμοποιήσει το αδίκημα, αντί να μονοπωλεί και να υπερθεματίζει σε ανθρώπινη ευαισθησία, ας ζητήσει τουλάχιστον συγνώμη από εκείνη που διαθέτει τα τυπικά προσόντα και έχασε τη θέση.
Όλες οι υπόλοιπες κραυγές αναπαράγουν ως κωμωδία το ηθογράφημα της εποχής «αμάρτησα για το παιδί μου» όπου ο τίτλος του έγινε προσφιλής θυμοσοφία από τις επόμενες γενιές, που σατίριζε έτσι όλες τις μικρές δολιότητες της καθημερινότητας για την επίτευξη ενός όχι σημαντικού αποτελέσματος.
«Ο σκοπός αγιάζει τα μέσα», ήταν ο εύκολος αντίλογος για μικρές ανήθικες παρεκτροπές.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως η τιμωρία της γυναίκας είναι δυσανάλογη με την πράξη της. Μη ξεχνάμε όμως ότι οι ηθικοί δισταγμοί σταματούν, εκεί που σταματούν και οι δυνατότητές μας. Το σημερινό κλεφτρόνι που δεν τιμωρείται, δεν μπορεί να διαπράξει ληστεία σήμερα. Αύριο όμως θα μπορεί. Το ίδιο ισχύει και για τον πλαστογράφο.
Αναμφισβήτητα ζούμε σε μια χώρα όπου η δικαστική εξουσία είναι εκτεθειμένη να κατηγορηθεί είτε για υπερβολική επιείκεια είτε για το αντίστροφο από εμάς τους αδαείς περί τα νομικά. Ωστόσο είναι ο μόνος θεσμός στον οποίον δεν πρέπει να χάσουμε την εμπιστοσύνη μας.
Η νομική εξέλιξη στην υπόθεση μας αφορά όλους, αλλά υπάρχει κάτι πολύ πιο σημαντικό. Η κοινωνική της διάσταση.
Αφορά κυρίως όλους όσους εργάζονται στον ιδιωτικό τομέα, ο οποίος ξεζουμίζεται για να διευρύνεται και να συντηρείται ένα διεφθαρμένο κομμάτι του δημόσιου τομέα. Που είναι και το μεγαλύτερο.
Παρόμοια διαφθορά στον ιδιωτικό τομέα είναι αδιανόητη ή σχεδόν αδιανόητη, εκτός αν υπάρχει διασύνδεση με το δημόσιο. Δεν μπορείς να εξαπατήσεις έναν εργοδότη με πλαστά πτυχία στον ιδιωτικό τομέα κι αν με κάποιον τρόπο το κάνεις, είναι δεδομένο πως θα τεθείς εκτός αγοράς εργασίας.
Στον δημόσιο όμως τομέα έχουμε πάθει ένα είδος μιθριδατισμού.
Θεωρούμε τη διαφθορά ως κανόνα, ως μία θεμιτή συναλλαγή των πολιτικών με τους πολίτες. Η κοινωνία μοιάζει να είναι χωρισμένη στα δύο – οι αριστεροί και οι δεξιοί, που αλληλοκατηγορούνται, ψάχνοντας να βρουν ποιοι ζουν εις βάρος των άλλων.
Από τη μία ο ιδιωτικός τομέας που συμπιέζεται για να συντηρεί τον υπόλοιπο δημόσιο τομέα και από την άλλη ένα δημόσιο όπου ένα μέρος των πολιτών για να εξασφαλίσει μία θέση μονιμότητας και σιγουριάς συναλλάσσεται με τους πολιτικούς, αλλάζει πολιτικές πεποιθήσεις και ιδέες, πλαστογραφεί πιστοποιητικά, δεν διστάζει μπροστά σε οποιαδήποτε παρατυπία.
Σίγουρα, κανείς δεν καταθέτει πλαστά πιστοποιητικά αν δεν έχει την προτροπή κάποιου άλλου και τη βεβαιότητα ότι αυτός που θα τα παραλάβει θα κάνει τα «στραβά μάτια». Υπάρχει συνενοχή.
Ας αφήσουν λοιπόν οι συνάδελφοι της καθαρίστριας την υποκριτική επίκληση των ανθρωπίνων αξιών κι ας δείξουν τον σεβασμό και στους ηθικούς νόμους αλλά και στους νόμους του κράτους, Η σιωπή θα ήταν η καλύτερη αντίδραση.
Η φλυαρία τους τώρα, μόνο πρόκληση είναι.