Δημοσιεύθηκαν οι δέκα συνολικά αποφάσεις με αριθμούς 2626 έως και 2635/2018 του Συμβουλίου Επικρατείας (ΣΤ’ τμήμα) που κρίνουν αντισυνταγματικές τις διατάξεις του ν. 4093/2012 με τις οποίες καταργήθηκαν τα τρία δώρα-επιδόματα (Δώρο Πάσχα, επίδομα αδείας, Δώρο Χριστουγέννων) που ελάμβαναν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ένστολοι (στρατιωτικοί κ.ά.) μέχρι τις 31-12-2012. Στο σκεπτικό των αποφάσεων […]
Δημοσιεύθηκαν οι δέκα συνολικά αποφάσεις με αριθμούς 2626 έως και 2635/2018 του Συμβουλίου Επικρατείας (ΣΤ’ τμήμα) που κρίνουν αντισυνταγματικές τις διατάξεις του ν. 4093/2012 με τις οποίες καταργήθηκαν τα τρία δώρα-επιδόματα (Δώρο Πάσχα, επίδομα αδείας, Δώρο Χριστουγέννων) που ελάμβαναν όλοι οι δημόσιοι υπάλληλοι και οι ένστολοι (στρατιωτικοί κ.ά.) μέχρι τις 31-12-2012.
Στο σκεπτικό των αποφάσεων οι ανώτατοι Δικαστές του ΣτΕ ασκούν δριμύ “κατηγορώ” τόσο κατά των κυβερνήσεων Σαμαρά-Βενιζέλου που ψήφισαν τις εν λόγω αντισυνταγματικές και καταργητικές ρυθμίσεις όσο και κατά της σημερινής κυβέρνησης Τσίπρα-Καμμένου που συνεχίζει, ήδη για τέταρτη χρονιά, να τις εφαρμόζει και να στερούν παρανόμως αναγκαίο τμήμα του μισθού (περιουσιακό στοιχείο) από τους δημοσίους υπαλλήλους και τους ενστόλους αφού, όπως αναφέρουν τεκμηριωμένα οι αποφάσεις του ΣτΕ, με αυτόν τον τρόπο στερούν τη δυνατότητα αξιοπρεπούς διαβίωσης των ιδίων και των οικογενειών τους.
Συγκεκριμένα, στο σχετικό απόσπασμα των αποφάσεων του ΣτΕ αναφέρονται επί λέξει τα εξής: «Κατόπιν των ανωτέρω, οι λόγοι δημοσίου συμφέροντος που επικαλέσθηκε το αναιρεσείον Δημόσιο προς δικαιολόγηση της επίμαχης περικοπής του ν. 4093/2012, οι οποίοι συνίστανται στην επίτευξη των στόχων του μεσοπρόθεσμου προγράμματος, στην εκπλήρωση, δηλαδή, των προϋποθέσεων που τίθενται, υπό μορφή προαπαιτουμένων, για τη συνέχιση της χρηματοδότησης του προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής της Χώρας, δεν αρκούν, κατά τα ήδη εκτεθέντα, για να καταστήσουν συνταγματικά ανεκτές τις συγκεκριμένες περικοπές. Και τούτο, ανεξαρτήτως του ότι το επίμαχο καταργητικό μέτρο ψηφίσθηκε όταν είχε πλέον παρέλθει διετία από τον πρώτο αιφνιδιασμό της οικονομικής κρίσης και αφού εν τω μεταξύ είχαν σχεδιασθεί και ληφθεί τα βασικά μέτρα για την αντιμετώπισή της (πρβλ. ΣτΕ Ολομ. 2287, 2288/2015, πρβλ. και Ολομ. 2192-2196/2014). Περαιτέρω, οι περικοπές αυτές δεν μπορούν να δικαιολογηθούν ειδικότερα ούτε εκ του λόγου ότι αποτελούν τμήμα ενός ευρύτερου προγράμματος δημοσιονομικής προσαρμογής που περιέχει δέσμη μέτρων για την ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας και την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών, διότι, σύμφωνα και με τα ανωτέρω γενόμενα δεκτά, η προϋπόθεση αυτή αποτελεί αναγκαίο όχι όμως και επαρκή όρο για τη συνταγματικότητα των εν λόγων περικοπών (βλ. ΣτΕ Ολομ. 2192-2196/2014). Εξάλλου, η συνταγματικότητα του καταργητικού αυτού μέτρου δεν μπορεί να στηριχθεί ούτε στη μεγαλύτερη της αναμενομένης ύφεση της ελληνικής οικονομίας, η οποία κατέστησε μεν επιβεβλημένη τη λήψη νέων μέτρων, όχι όμως και αναγκαίως την εκ νέου περιστολή του μισθολογικού κόστους του Δημοσίου, ούτε στην αυξημένη αποτελεσματικότητα των εν λόγω μέτρων, η οποία, ωστόσο, δεν μπορεί να δικαιολογήσει την κατ’ επανάληψη επιβάρυνση των ίδιων προσώπων (βλ. ειδικώς ΣτΕ Ολομ. 2192-2196/2014). Κατ’ ακολουθία των ανωτέρω, το Τμήμα άγεται κατά πλειοψηφία στην κρίση ότι η διάταξη της περίπτωσης 1 της υποπαραγράφου Γ.1 της παραγράφου Γ του άρθρου πρώτου του ν. 4093/2012, με την οποία καταργήθηκαν από 1.1.2013 τα επιδόματα εορτών Χριστουγέννων και Πάσχα και αδείας για λειτουργούς και υπαλλήλους του Δημοσίου και στρατιωτικούς, κατά το μέρος που η κατάργηση αυτή αφορά ειδικώς τους δικαστικούς υπαλλήλους, όπως οι ενάγοντες, αντίκειται στα άρθρα 25 παρ.1 και 4 παρ. 5 του Συντάγματος και τις απορρέουσες από αυτά αρχές της αναλογικότητας και της ισότητας στα δημόσια βάρη».