Ένας εφιάλτης που ζήσαμε όλοι, που μας άλλαξε, που μας έμαθε να φοβόμαστε, να ελπίζουμε, να χάνουμε και να επιβιώνουμε. Πέντε χρόνια μετά, μπορούμε να πούμε με σιγουριά ότι η ζωή μας γύρισε πραγματικά στην κανονικότητα; Ή απλώς συνεχίζουμε σαν να μην πέρασε τίποτα, ενώ οι σκιές της πανδημίας μάς ακολουθούν ακόμα; Στο Μέιπλγουντ του Νιου Τζέρσεϊ, όπως και σε κάθε γωνιά του κόσμου, η καθημερινότητα δείχνει να έχει επανέλθει. Οι άνθρωποι βγαίνουν ξανά, γελούν στα μπαρ, κάνουν ουρές σε συναυλίες, πηγαίνουν στα γραφεία τους – αλλά πίσω από όλα αυτά, παραμένουν ίχνη μιας εποχής που μας σημάδεψε. Μια επιγραφή σε ένα κλειστό σινεμά γράφει ακόμη «Μείνετε υγιείς», με ένα γράμμα να γέρνει ελαφρώς – σαν να κουβαλά κι αυτό την κόπωση και το τραύμα που κουβαλάμε όλοι μέσα μας. Η μάσκα που βρήκες ξεχασμένη σε κάποιο τσεπάκι του παλτού. Το μπουκαλάκι απολυμαντικού που δεν έχεις πετάξει ακόμη. Το συναίσθημα του να ξυπνάς το πρωί και να αναρωτιέσαι αν αυτό που ζήσαμε ήταν αληθινό.
Μπορούμε να ξεχάσουμε;
Οι συλλογικές τραγωδίες, η ιστορία μας λέει, τείνουν να σβήνονται σιγά-σιγά από τη μνήμη. Όπως η πανδημία της γρίπης του 1918 που σκότωσε εκατοντάδες χιλιάδες ανθρώπους αλλά αναφέρθηκε ελάχιστα στα βιβλία της δεκαετίας του ’20. Τώρα, μοιάζει να κάνουμε το ίδιο. Ήταν όντως όλα ένας εφιάλτης που τελείωσε;
Όχι.
Πέντε χρόνια πριν, ο κόσμος πάγωσε. Τα φώτα έσβησαν, οι δρόμοι ερήμωσαν. Οι άνθρωποι κλείστηκαν στα σπίτια τους, χωρίς να ξέρουν πότε – ή αν – θα ξαναδούν τους αγαπημένους τους. Η καθημερινότητα σταμάτησε και η αγωνία έγινε το μόνιμο συναίσθημα. Μείναμε μόνοι μας, μπροστά σε οθόνες, προσπαθώντας να δούμε το πρόσωπο ενός φίλου, ενός συγγενή, μέσα από το ψυχρό γυαλί. Κάναμε διαδικτυακές κηδείες, αποχαιρετήσαμε ανθρώπους από μακριά, χωρίς να μπορούμε να τους αγγίξουμε, να τους πούμε μια τελευταία κουβέντα. Σφίξαμε τα χείλη και κλείσαμε τις κάμερες για να κλάψουμε μόνοι μας, γιατί το πένθος έγινε μια μοναχική υπόθεση.
Οι δρόμοι ήταν έρημοι, αλλά το μυαλό μας γεμάτο φόβο. Ο φόβος του να ακουμπήσεις ένα χερούλι, του να μπεις σε ένα μαγαζί, του να βήξεις στο λεωφορείο. Ο φόβος της διάγνωσης. Εκείνος ο πανικός, όταν η γραμμή στο τεστ έβγαινε θετική. Οι νύχτες που περνούσαμε αγκαλιάζοντας το κινητό μας, περιμένοντας μια ενημέρωση από το νοσοκομείο.
Και οι απώλειες.
Όχι μόνο των ανθρώπων μας, αλλά και όλων όσων θεωρούσαμε δεδομένα. Χάσαμε δουλειές, όνειρα, σταθερότητα. Οι μικρές επιχειρήσεις που πάλευαν για χρόνια έκλεισαν μέσα σε λίγες εβδομάδες. Οικογένειες κατέρρευσαν οικονομικά, άνθρωποι βρέθηκαν στο κενό. Οι φοιτητές δεν πήγαν ποτέ στην αποφοίτησή τους, οι μαθητές δεν έζησαν ποτέ τις εκδρομές και τα πάρτι τους. Και οι μεγαλύτεροι, αυτοί που έμειναν στα σπίτια τους, πέρασαν μήνες και χρόνια σε μοναξιά. Όταν επιτέλους βγήκε το εμβόλιο, κάποιοι το είδαν σαν σωτηρία, άλλοι σαν απειλή. Ο κόσμος διχάστηκε. Μάσκες ή όχι; Εμβόλιο ή όχι; Ξαφνικά, η υγεία μας έγινε πεδίο μάχης πολιτικής και θεωριών συνωμοσίας. Ο φόβος έγινε οργή, η οργή έγινε μίσος.
Και τώρα;
Ο κόσμος προχωράει. Οι μάσκες έφυγαν, οι εμβολιασμοί ξεχάστηκαν, η ζωή συνεχίζεται. Αλλά είμαστε οι ίδιοι; Αν κοιτάξουμε βαθιά μέσα μας, ξέρουμε πως όχι. Ακόμη και αν όλα δείχνουν φυσιολογικά, ξέρουμε πως η πανδημία μας άλλαξε. Μας έμαθε ότι τίποτα δεν είναι δεδομένο. Ότι ο κόσμος μπορεί να σταματήσει από τη μια στιγμή στην άλλη. Μας άφησε ρωγμές στις ψυχές μας, φόβους που δεν είχαν υπάρξει ποτέ πριν. Και παρόλο που θέλουμε να το ξεχάσουμε, οι σκιές της πανδημίας είναι ακόμα εδώ. Ακόμα πεθαίνουν άνθρωποι από την Covid κάθε εβδομάδα. Ακόμα υπάρχουν άδειες θέσεις στα τραπέζια μας. Ακόμα υπάρχουν επιχειρήσεις που δεν άντεξαν ποτέ την καταιγίδα. Το κόστος δεν ήταν μόνο υγειονομικό. Ήταν οικονομικό, ψυχολογικό, κοινωνικό. Και το ερώτημα παραμένει: Τα ξεπεράσαμε όλα αυτά; Ή απλώς μάθαμε να ζούμε με τις πληγές τους;