Η ευτυχία είναι μια έννοια που συχνά φαντάζει άπιαστη, όμως για κάποιες χώρες μοιάζει να είναι τρόπος ζωής. Για όγδοη συνεχόμενη χρονιά, η Φινλανδία αναδείχθηκε η πιο ευτυχισμένη χώρα στον κόσμο, σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση Ευτυχίας που δημοσιεύθηκε στις 20 Μαρτίου. Η ετήσια αυτή μελέτη, που υποστηρίζεται από τα Ηνωμένα Έθνη, ανέδειξε για άλλη μια φορά τις σκανδιναβικές χώρες στην κορυφή της παγκόσμιας κατάταξης, με τη Δανία, την Ισλανδία και τη Σουηδία να ακολουθούν.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα κατατάχθηκε στην 81η θέση ανάμεσα σε 100 χώρες, σημειώνοντας αισθητή πτώση στη γενική της βαθμολογία την τελευταία δεκαετία. Οι Έλληνες, αν και με βαθμολογία 5,78 – ελάχιστα πάνω από τον παγκόσμιο μέσο όρο των 5,6 – εξακολουθούν να καταγράφουν χαμηλά επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή τους, σε αντίθεση με τους Φινλανδούς, οι οποίοι αξιολογούν τη ζωή τους με 7,7 στα 10. Στον αντίποδα, στον πάτο της κατάταξης βρίσκεται το Αφγανιστάν, με βαθμολογία μόλις 1,4, αντικατοπτρίζοντας την ακραία αβεβαιότητα και τη συνεχή ανθρωπιστική κρίση που επικρατεί στη χώρα.
Τι είναι αυτό που κάνει τους Φινλανδούς τόσο ευτυχισμένους; Σύμφωνα με την ανάλυση του Economist, η σταθερότητα, η κοινωνική συνοχή, η οικονομική ευημερία και η αίσθηση ασφάλειας διαμορφώνουν ένα περιβάλλον όπου η ευτυχία μπορεί να ανθίσει. Επιπλέον, η προώθηση της ισότητας των φύλων και η ενίσχυση της κοινωνικής πρόνοιας διαδραματίζουν καθοριστικό ρόλο, ενώ τα ποσοστά αυτοκτονιών και χρήσης ναρκωτικών έχουν μειωθεί αισθητά τα τελευταία χρόνια.
Ωστόσο, η ευτυχία δεν συνδέεται αποκλειστικά με την οικονομική ευημερία. Οι χώρες της Λατινικής Αμερικής, παρά τις οικονομικές δυσκολίες τους, καταγράφουν υψηλά επίπεδα ικανοποίησης από τη ζωή. Η εξήγηση που προτείνουν οι ερευνητές είναι η σημασία των κοινωνικών δεσμών. Οι Λατινοαμερικανοί έχουν ισχυρότερες οικογενειακές και φιλικές σχέσεις, ενώ τείνουν να μοιράζονται περισσότερα γεύματα με αγαπημένα πρόσωπα. Σύμφωνα με τη μελέτη, η κοινή λήψη γευμάτων είναι ένας από τους πιο ισχυρούς δείκτες ευτυχίας, εξίσου σημαντικός με το εισόδημα ή την απασχόληση.
Αντίθετα, σε χώρες όπως οι Ηνωμένες Πολιτείες, παρατηρείται αύξηση της κοινωνικής απομόνωσης. Όλο και περισσότεροι άνθρωποι ζουν, εργάζονται και τρώνε μόνοι, κάτι που αντικατοπτρίζεται και στην πτώση των επιπέδων ευτυχίας. Σε μια πρόσφατη έρευνα, το 18% των νεαρών ενηλίκων στις ΗΠΑ ανέφεραν ότι δεν έχουν κανέναν με τον οποίο να αισθάνονται κοντά. Η ευτυχία, λοιπόν, φαίνεται να είναι κάτι περισσότερο από αριθμούς και οικονομικούς δείκτες. Είναι βαθιά ριζωμένη στις ανθρώπινες σχέσεις, στη σύνδεση με τους άλλους και στην αίσθηση ότι ανήκουμε κάπου. Και ίσως αυτό είναι το πιο σημαντικό μάθημα που προκύπτει από αυτή τη μελέτη: ότι τελικά, η ευτυχία δεν βρίσκεται τόσο σε αυτό που έχουμε, αλλά σε αυτούς με τους οποίους το μοιραζόμαστε.