Βαρύτατες ευθύνες επιρρίπτονται σε προσωπικό μαιευτικής μονάδας του Λάνκαστερ για τον θάνατο της νεογέννητης Ίντα Λοκ, η οποία έφυγε από τη ζωή μόλις επτά ημέρες μετά τη γέννησή της, τον Νοέμβριο του 2019. Η υπόθεση ήρθε και πάλι στο φως μετά από πολυετή νομικό και ηθικό αγώνα των γονέων της, οι οποίοι καταγγέλλουν συστηματική απόκρυψη πληροφοριών και έλλειψη λογοδοσίας από πλευράς του νοσοκομείου.
Η τελική ιατροδικαστική έκθεση επιβεβαιώνει ότι η αιτία του θανάτου ήταν σοβαρή εγκεφαλική βλάβη, προερχόμενη από παρατεταμένη έλλειψη οξυγόνου κατά τον τοκετό. Η μικρή Ίντα, παρότι γεννήθηκε αρχικά ζωντανή, παρουσίασε έντονη υποξία και δεν έλαβε την κατάλληλη επείγουσα φροντίδα. Μεταφέρθηκε άμεσα σε μονάδα εντατικής νεογνών στο Πρέστον, όπου και κατέληξε μία εβδομάδα αργότερα. Ο ιατροδικαστής δρ. Τζέιμς Αντέλι χαρακτήρισε το περιστατικό αποτέλεσμα «σοβαρής επαγγελματικής αποτυχίας», επισημαίνοντας ότι τρεις μαίες παρέλειψαν να αναγνωρίσουν έγκαιρα τα σημάδια εμβρυϊκής δυσφορίας, ενώ και η ανάνηψη του βρέφους αμέσως μετά τη γέννα έγινε με ανεπαρκή τρόπο. Όπως τόνισε, τα κρίσιμα πρώτα λεπτά της ζωής της Ίντα δεν αξιοποιήθηκαν για να της δοθεί η ευκαιρία να επιβιώσει.
Οι γονείς της Ίντα, Ράιαν Λοκ και Σάρα Ρόμπινσον, δηλώνουν ότι βίωσαν όχι μόνο την απώλεια του παιδιού τους αλλά και μια μακρά περίοδο σιωπής και αδιαφάνειας από πλευράς της διοίκησης του νοσοκομείου. «Για χρόνια, μας άφησαν χωρίς καμία ξεκάθαρη απάντηση», είπε ο πατέρας, ενώ η μητέρα περιέγραψε την εμπειρία ως «μια καθημερινή αναμέτρηση με την ενοχή και την αβεβαιότητα». Η αρχική εσωτερική έρευνα του νοσοκομείου δεν εντόπισε ευθύνες, ωστόσο ανεξάρτητη έκθεση της αρμόδιας αρχής υγειονομικής ασφάλειας (HSIB) ανέτρεψε τα δεδομένα. Η έκθεση έκανε λόγο για σαφείς παραλείψεις στη διαχείριση του τοκετού και ανεπάρκεια στις διαδικασίες ανάνηψης.
Η υπόθεση εντείνει τις ανησυχίες για τη γενικότερη κατάσταση στον τομέα της μαιευτικής φροντίδας στο Ηνωμένο Βασίλειο. Σύμφωνα με αξιολόγηση της εθνικής ρυθμιστικής αρχής το 2024, περισσότερες από έξι στις δέκα μαιευτικές μονάδες κρίθηκαν ανεπαρκείς ή μη ασφαλείς. Το νοσοκομειακό ίδρυμα του Μόρκαμ Μπέι, στο οποίο ανήκει το Βασιλικό Νοσοκομείο Λάνκαστερ, έχει στο παρελθόν επικριθεί για παρόμοια περιστατικά: το 2015 αποκαλύφθηκε σειρά θανάτων νεογνών και μίας μητέρας, εξαιτίας πλημμελούς φροντίδας. Ο δρ. Μπιλ Κίρκουπ, συντάκτης εκείνης της έκθεσης του 2015, κατέθεσε εκ νέου στη φετινή έρευνα, υπογραμμίζοντας ότι ουσιαστικές αλλαγές δεν έχουν εφαρμοστεί, παρά τις τότε δεσμεύσεις.
Η οικογένεια της Ίντα αποφάσισε να σκορπίσει τις στάχτες της στην παραλία του Μόρκαμ, έναν τόπο που έχουν πια συνδέσει με την παρουσία της. «Την κουβαλάμε μαζί μας κάθε μέρα», ανέφερε ο πατέρας της. Η μητέρα της απέκτησε στο μεταξύ ένα ακόμη παιδί, αλλά τονίζει ότι η απώλεια και η αίσθηση αδικίας παραμένουν: «Πέντε χρόνια μετά, ακόμα παλεύουμε να καταλάβουμε τι συνέβη. Κανένας δεν στάθηκε ειλικρινής απέναντί μας». Η οικογένεια ζητά μεταρρυθμίσεις στον τομέα της μαιευτικής φροντίδας και αλλαγή στη νοοτροπία της συγκάλυψης. «Χρειάζεται λογοδοσία», τονίζει ο Ράιαν Λοκ. «Δεν μπορεί να συνεχίζεται αυτό το καθεστώς, όπου η αλήθεια αποσιωπάται χωρίς επιπτώσεις».