Η υπόθεση που συγκλονίζει τη Ρόδο και έχει πυροδοτήσει πλήθος αντιδράσεων αφορά το πολύκροτο κύκλωμα διαφθοράς στην Πολεοδομία, με τις δικαστικές αρχές να βρίσκονται πλέον στο μικροσκόπιο. Η πρόεδρος του Αρείου Πάγου, Ιωάννα Κλάπα, με επείγον αίτημά της ζήτησε πειθαρχικό έλεγχο για την ποινική μεταχείριση των εμπλεκομένων, καθώς η απόφαση να αφεθούν ελεύθεροι με περιοριστικούς όρους έχει εγείρει πλήθος ερωτημάτων.
Η ανακρίτρια και η εισαγγελέας Πλημμελειοδικών Ρόδου αποφάνθηκαν ότι δεν πληρούνται οι προϋποθέσεις για προσωρινή κράτηση, εκτιμώντας ότι δεν υφίσταται κίνδυνος φυγής ή τέλεσης νέων αδικημάτων. Ωστόσο, η ύπαρξη σοβαρών ενδείξεων για σύσταση εγκληματικής οργάνωσης προκάλεσε την έντονη αντίδραση της κοινής γνώμης και των νομικών κύκλων, οι οποίοι κάνουν λόγο για αδικαιολόγητη επιείκεια.
Νομικά κενά και αντιδράσεις
Σύμφωνα με έγκριτους νομικούς, η δικογραφία παρουσιάζει αδυναμίες στη θεμελίωση της εγκληματικής οργάνωσης. Δεν διαπιστώθηκε σαφής ιεραρχική δομή ούτε κεντρικός συντονιστής, με αποτέλεσμα οι πράξεις των εμπλεκομένων να ερμηνεύονται ως μεμονωμένες παρατυπίες παρά ως συντεταγμένη εγκληματική δράση. Το γεγονός αυτό φαίνεται πως έγειρε την πλάστιγγα υπέρ της απόφασης για μη προφυλάκιση. Παρά τη νομική αυτή εκτίμηση, οι επτά εμπλεκόμενοι τέθηκαν σε αναστολή καθηκόντων, ενώ δεσμεύτηκαν οι τραπεζικοί τους λογαριασμοί, ενισχύοντας τη θέση της υπεράσπισης ότι δεν υφίσταται κίνδυνος διαφυγής ή συνέχισης της δράσης τους.
Ο 68χρονος αρχιτέκτονας χαρακτήρισε τις κατηγορίες «ψευδείς και συκοφαντικές», υποστηρίζοντας ότι οι οικονομικές του συναλλαγές ήταν διαφανείς και νόμιμες. Η 48χρονη προϊσταμένη του Τμήματος Έκδοσης Οικοδομικών Αδειών μίλησε για εξαντλητικές συνθήκες εργασίας, αποδίδοντας πιθανά λάθη σε υπερκόπωση και όχι σε δόλο. Αντίστοιχα, ο 55χρονος προϊστάμενος του Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών έκανε λόγο για «ανυπόστατα σενάρια» και επιχείρησε να αποδομήσει το κατηγορητήριο. Ο 65χρονος υπεύθυνος του Αρχείου υποστήριξε πως η μοναδική του επιδίωξη ήταν η αναδιοργάνωση της χαοτικής κατάστασης που επικρατούσε στη συγκεκριμένη υπηρεσία, ενώ ο 54χρονος υπάλληλος δήλωσε ότι τα χρήματα που βρέθηκαν στην κατοχή του προέρχονται από τυχερά παιχνίδια. Ο 56χρονος αναπληρωτής διευθυντής κατήγγειλε την κράτησή του ως αυθαίρετη και αδικαιολόγητη.
Η δικαιοσύνη αποφάσισε την επιβολή αυστηρών περιοριστικών όρων στους κατηγορούμενους:
- 68χρονος αρχιτέκτονας: Εγγύηση 70.000€, απαγόρευση εξόδου από τη χώρα, εμφάνιση στο αστυνομικό τμήμα μία φορά το μήνα.
- 48χρονη προϊσταμένη: Εγγύηση 100.000€, με αντίστοιχους περιορισμούς.
- 56χρονος αναπληρωτής διευθυντής: Εγγύηση 30.000€.
- 55χρονος προϊστάμενος Τμήματος Ελέγχου Κατασκευών: Εγγύηση 50.000€.
- 65χρονος υπεύθυνος Αρχείου: Εγγύηση 40.000€.
- 54χρονος υπάλληλος Πολεοδομίας: Εγγύηση 20.000€.
- 48χρονη ιδιώτης πολιτικός μηχανικός: Εγγύηση 60.000€.
Πώς ξεκίνησε η υπόθεση
Η αποκάλυψη του κυκλώματος έγινε τον Ιούνιο του 2024, όταν μια ανώνυμη καταγγελία έφερε στο φως εκτεταμένη διαφθορά στην Πολεοδομία της Ρόδου. Σύμφωνα με τα στοιχεία της έρευνας, υπάλληλοι και ιδιώτες μηχανικοί εμπλέκονταν σε ένα δίκτυο παράνομων εγκρίσεων οικοδομικών αδειών, με οικονομικά ανταλλάγματα που έφταναν έως και τα 100.000 ευρώ.
Στις 19 Μαρτίου πραγματοποιήθηκε εκτεταμένη αστυνομική επιχείρηση, κατά την οποία εντοπίστηκαν και κατασχέθηκαν:
- Μετρητά άνω των 600.000 ευρώ
- 80+ χρυσές λίρες
- Δεκάδες υπηρεσιακές σφραγίδες
- Πλαστά έγγραφα, αρχαιότητες, όπλα
- Χειρόγραφες σημειώσεις και κινητά τηλέφωνα
Μερικοί από τους κατηγορούμενους φέρονται να είχαν στην κατοχή τους φακέλους με οικοδομικές υποθέσεις, καθώς και σφραγίδες πρώην υπαλλήλων. Σύμφωνα με το κατηγορητήριο, η εγκληματική ομάδα χρησιμοποιούσε κωδικές λέξεις όπως «μαρούλια» και «γράσο» για τις χρηματικές συναλλαγές, ενώ ανέπτυξε τρόπους παραποίησης του συστήματος του ΤΕΕ (e-Άδειες) ώστε να καθυστερεί επιλεκτικά απορρίψεις φακέλων μέχρι να βρεθεί ο κατάλληλος πελάτης. Η υπόθεση εξακολουθεί να απασχολεί τις δικαστικές αρχές και την κοινή γνώμη, με τον Άρειο Πάγο να παρακολουθεί στενά την εξέλιξη της διαδικασίας. Η ευρύτερη πολιτική και κοινωνική διάσταση του σκανδάλου έχει ανοίξει τη συζήτηση για την ανάγκη αυστηρότερου ελέγχου στη δημόσια διοίκηση, καθώς και για το πώς αντιμετωπίζονται υποθέσεις διαφθοράς στη δικαιοσύνη.