Τελικά το «Moonlight» κερδίζει τρία βραβεία Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Διασκευασμένου Σεναρίου, Β’ Ανδρικού), ενώ το «Lion» και ο πρωταγωνιστής του απλά μια θέση στην καρδιά μας. από την Νίκη Μπέρκου «Moonlight» Ανάμεσα σε ηχηρές σιωπές και παύσεις, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Barry Jenkins, σκηνοθετεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνομιλία, ανάμεσα στο συνειδητό και το υποσυνείδητο κομμάτι της […]
Τελικά το «Moonlight» κερδίζει τρία βραβεία Όσκαρ (Καλύτερης Ταινίας, Διασκευασμένου Σεναρίου, Β’ Ανδρικού), ενώ το «Lion» και ο πρωταγωνιστής του απλά μια θέση στην καρδιά μας.
από την Νίκη Μπέρκου
«Moonlight»
Ανάμεσα σε ηχηρές σιωπές και παύσεις, ο Αμερικανός σκηνοθέτης Barry Jenkins, σκηνοθετεί μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα συνομιλία, ανάμεσα στο συνειδητό και το υποσυνείδητο κομμάτι της ανθρώπινης ύπαρξης.
Κάθε σκηνή και κάθε πλάνο συνοδεύονται από μια βαθιά ανησυχία σχετικά με την αναζήτηση της προσωπικής ταυτότητας του ατόμου. Ο Jenkins -με χαρακτηριστική γενναιοδωρία- επιλέγει να μοιραστεί την προσωπική του αγωνία γύρω από ερωτήματα σχετικά με την ανθρώπινη φύση, τη σχέση με τον εαυτό μας, αλλά και τον άλλον. Εναλλάσσει την ετερότητα με τη μορφή του προσώπου που χαρίζει ζωή, αλλά ταυτόχρονα προκαλεί τον μεγαλύτερο πόνο και με την καταλυτική παρουσία ενός αγνώστου. Ενός αγνώστου που καταφέρνει ν’ απαλύνει τις πληγές αποτελώντας βασικό σημείο αναφοράς. Με περίσσεια τρυφερότητα κι ευαισθησία ο δημιουργός του «Moonlight», έπειτα από 8 χρόνια απουσίας λόγω έλλειψης οικονομικών πόρων, δημιουργεί ένα διαδραστικό χρονικό διερεύνησης της ανθρώπινης ψυχής, καθώς μαζί με τον πρωταγωνιστή παρασύρει κι όποιον τον παρακολουθεί σ’ένα ενδοσκοπικό ταξίδι με άγνωστο, για όλους, τέλος και συνομιλεί με τον θεατή δίχως καμία διάθεση διδαχής κι επιδειξιομανίας.
Ενδιαφέρουσα σκηνοθετική ματιά ανάμεσα σε οξυδερκώς χορογραφημένες σιωπές, οι οποίες ενίοτε καλύπτουν τον ήχο της πιο βαθιάς απόγνωσης κι άλλοτε αποκαλύπτουν τον συγκινητικό κόσμο μιας ουσιαστικής επαφής. Χαρακτηρισμένο από αρκετούς ως φιλμ που ασχολείται με την πορεία προς την ανακάλυψη της σεξουαλικής ταυτότητας και τον ρατσισμό που κάποιος υφίσταται εξαιτίας αυτής, το «Moonlight» «κρυφογελά» απέναντι σ’όσους περιορίζονται στη συγκεκριμένη οπτική δίχως ν’ αντιλαμβάνονται ότι ο εσώτερος κόσμος του πρωταγωνιστή εν δυνάμει ταυτίζεται με όλα τα σκοτεινά ή φωτεινά κομμάτια που ενοικούν σε κάθε ανθρώπινη ψυχή.
Μοιρασμένη ανάμεσα σε 3 διαφορετικές περιόδους, ο θεατής παρακολουθεί τη ζωή του Chiron, ξεκινώντας από την παιδική του ηλικία στην οποία αναγκάστηκε να έρθει αντιμέτωπος με τον διπολικό, συναισθηματικό κόσμο μιας, εθισμένης στα ναρκωτικά, μητέρας. Η Paula (Naomie Harris) -κατακλυσμένη απ’ τον εθισμό της- αδυνατεί ν’ αντιληφθεί την αρνητική επιρροή που έχουν οι ακραίες εναλλαγές βίας κι αβάσιμου συναισθηματισμού στον ψυχισμό του γιου της. Ο Chiron έχοντας ανάγκη από υποστήριξη βρίσκεται τυχαία στο δρόμο του Juan (Mahershala Ali), ενός εμπόρου ναρκωτικών με τον οποίο αναπτύσσουν μια μοναδική σχέση εμπιστοσύνης. Ο 43χρονος Μαχέρσαλα Αλί πήρε το όσκαρ Β΄ ανδρικού ρόλου για την ερμηνεία του.
Βιώνοντας τον εκφοβισμό και τη βία στο σχολικό περιβάλλον -εξαιτίας μιας φαινομενικά αδύναμης προσωπικότητας- ανακαλύπτοντας μια ομοφυλοφιλική πλευρά της σεξουαλικότητάς του (ερχόμενος σε στενότερη επαφή με τον παιδικό του φίλο) και αντιμετωπίζοντας μια, καταστροφικά σκληρή, πραγματικότητα στη σχέση με τη μητέρα του, ο πρωταγωνιστής ωριμάζει έχοντας παρακαταθήκη κάθε στιγμή του παρελθόντος.
Σε μια εξαιρετικά κρίσιμη, για την Αμερικανική Ήπειρο, περίοδο όπου στην ιστορία της προστέθηκαν ακραία περιστατικά εκδήλωσης ρατσισμού και ομοφοβίας κοστίζοντας τις ζωές πολλών ανθρώπων, το «Moonlight» -μια ταινία που υμνεί τη διαφορετικότητα- ανάμεσα στις 8 υποψηφιότητές του για Όσκαρ, καταφέρνει ν’αποσπάσει τα τρία από αυτά (Best Motion Picture of the Year, Best Performance by an Actor in a Supporting Role, Best Adapted Screenplay). Η σημαντικότητα της κατάκτησης των Όσκαρ -και ιδιαιτέρως εκείνου της καλύτερης ταινίας- έγγυται στο γεγονός ότι πέρα από την καλλιτεχνική αξία του φιλμ, επιβραβεύεται ηχηρά ο σεβασμός στην ετερότητα.
Με τη συγκεκριμένη του ταινία, ο Barry Jenkins, φωτίζει τις πιο σκοτεινές πλευρές την ανθρώπινης ύπαρξης με ιδιαίτερη σκηνοθετική ματιά και ξεχωριστή καλλιτεχνική ευαισθησία, αφήνοντας το κοινό με την ελπίδα ότι αυτή τη φορά δε θα χρειαστούν τόσα χρόνια αναμονής ως την επόμενη δημιουργία του.
«Lion», το κλάμα βγήκε απ’την Calcutta
Η βασική πληροφορία που συνέλεγα για την ταινία, προτού τη δω, σχετιζόταν με το ενδεχόμενο κλάματος καθ’ όλη τη διάρκειά της. Σε κάποιους ξεκίνησε απ’ τα πρώτα λεπτά, σε κάποιους άλλους λίγο πριν το τέλος και φυσικά υπήρξαν κι εκείνοι που δε σταμάτησαν λεπτό.
«Lion»
Το «Lion» ξεδιπλώνει μια εξαιρετικά συγκινητική ιστορία. Μια ιστορία βασισμένη σε αληθινά γεγονότα, η οποία σε ταξιδεύει από την Khandwa στην Calcutta κι από εκεί στην Αυστραλία. Απ’ την Ινδία, λοιπόν, ξεκινάει η ιστορία του μικρού Saroo και του μεγαλύτερου σε ηλικία αδερφού του Guddu, οι οποίοι -πασχίζοντας να επιβιώσουν οικονομικά- κλέβουν κάρβουνα από τρένα, προκειμένου να διασφαλίσουν το φαγητό τους. Σε μια νυχτερινή εξόρμηση στον σιδηροδρομικό σταθμό, ο Saroo -ανήμπορος να ακολουθήσει τον μεγάλο του αδερφό λόγω κούρασης- αποκοιμιέται σ’ ένα παγκάκι. Ο Guddu του λέει να παραμείνει στο συγκεκριμένο σημείο και μόλις τελειώσει θα περάσει από εκεί να τον πάρει. Όταν ξυπνάει ο Saroo συνειδητοποιεί ότι έχει χάσει τον αδερφό του και ψάχνοντας να τον βρει μπαίνει σ’ ένα τρένο, όπου και πάλι τον παίρνει ο ύπνος.
Σ’αυτό το σημείο ξεκινάει ένα διαφορετικό ταξίδι ζωής για τον μικρό πρωταγωνιστή. Μετά από αρκετές περιπέτειες θα καταλήξει στην Αυστραλία, υιοθετημένος από ένα ζευγάρι που υποδύονται οι ηθοποιοί Nicole Kidman και David Wenham. Η ταινία διέπεται από αξιοπρεπείς ερμηνείες στο σύνολό της, με τον μικρό Saroo να ξεχωρίζει αισθητά για τη μοναδική απλότητα, με την οποία καταφέρνει να πείσει τον θεατή να του παραδοθεί, καθώς ο ίδιος τον οδηγεί στη θέα σκληρών προσωπικών του εμπειριών. Απλότητα, επίσης, περιβάλλει την καλλιτεχνική ματιά του Garth Davis, στο κινηματογραφικό του ντεμπούτο. Δίχως να κάνει κάποια ιδιαίτερη σκηνοθετική πρόταση, ο δημιουργός του «Lion» καταφέρνει να κερδίσει τις εντυπώσεις, ξετυλίγοντας -μ’ έναν δικό του τρόπο- μια εγγενώς συγκινητική ιστορία, που με ευκολία αγγίζει τον καθένα.
Μολονότι η ταινία πετυχαίνει να κρατήσει ζωντανό το ενδιαφέρον του θεατή, συναντά αρκετές δυσκολίες, σχετικές με τη δημιουργία ουσιαστικών προβληματισμών. Παρά το γεγονός ότι παρουσιάζεται μια πραγματικότητα ενός διαφορετικού πολιτισμού -το οποίο από μόνο του αποτελεί ένα αρκετά ισχυρό δεδομένο- στο συγκεκριμένο καλλιτεχνικό του δημιούργημα, ο Davis, αδυνατεί να καταστήσει ξεκάθαρη τη βασική του ανησυχία. Αν, τελικά, ο σκηνοθέτης επιλέγει να μιλήσει για την καταλυτική επιθυμία ενός ανθρώπου, αποκομμένου απ’ τις ρίζες του, να επανασυνδεθεί με ό,τι τον ενώνει με αυτές και ν’ αναβιώσει το μεγαλειώδες συναίσθημα μιας αγάπης που δε χάνεται εξαιτίας του χρόνου και του αποχωρισμού, ίσως θα έπρεπε να έχει δώσει μεγαλύτερο χώρο σ’ αυτό. Το βάθος της απόγνωσης του πρωταγωνιστή αποδυναμώνεται μέσα σ’ ένα σύνολο σκηνών και πληροφοριών που αποπροσανατολίζουν το θεατή και, καθώς η ταινία προχωρά προς το τέλος της, η συγκίνηση που αναπόφευκτα τον καταβάλλει δεν είναι ικανή να διεγείρει σημαντικά ερωτήματα γύρω από ένα εξαιρετικά ενδιαφέρον ζήτημα.
Μια ταινία που αξίζει να δει κανείς, αν θέλει να βιώσει μια συγκινητική δίωρη κινηματογραφική εμπειρία και να παρακολουθήσει τον μικρό Sunny Pawar σε μια μοναδική ερμηνεία.